δυσδιάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>fisiol. [[difícil de disolver o disgregar]], [[difícil de absorber]] τὰ ὑγρὰ τοῦ χειμῶνος πέπηγε ... δυσδιαλυτώτερα Arist.<i>Pr</i>.870<sup>b</sup>31, en la digestión δυσκατέργαστά ἐστιν ὠμὰ πάντα καὶ δυσδιάλυτα Phylotim.8, (μύκητες) Dsc.4.82, τὰ κρέα Gal.16.760, (τὸ [[γάλα]]) Sor.2.9.48<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[difícil absorción]] τοῦ χυμοῦ Gal.7.378.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de deshacer]], [[resistente]] σχῆμα τῆς τάξεως de una formación naval, Plb.1.26.16, cf. <i>Theol.Ar</i>.21, [[δεσμός]] Ph.2.511, cf. Sch.Er.<i>Il</i>.15.18a, ὥστε καὶ λίθῳ καὶ σιδήρῳ δυσδιάλυτον ref. a lo que está bien ajustado, Plu.2.983d<br /><b class="num">•</b>fig. [[difícil de suprimir]], [[difícil de aplacar]] ἡ ἔχθρα Chrys.M.49.205<br /><b class="num">•</b>de la enfermedad [[pertinaz]], [[difícil de curar]] Gr.Nyss.<i>Ep</i>.19.17.<br /><b class="num">II</b> [[difícil de reconciliar]] οἱ δὲ πικροί ref. al temperamento de la pers., Arist.<i>EN</i> 1126<sup>a</sup>20.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>fisiol. [[difícil de disolver o disgregar]], [[difícil de absorber]] τὰ ὑγρὰ τοῦ χειμῶνος πέπηγε ... δυσδιαλυτώτερα Arist.<i>Pr</i>.870<sup>b</sup>31, en la digestión δυσκατέργαστά ἐστιν ὠμὰ πάντα καὶ δυσδιάλυτα Phylotim.8, (μύκητες) Dsc.4.82, τὰ κρέα Gal.16.760, (τὸ [[γάλα]]) Sor.2.9.48<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[difícil absorción]] τοῦ χυμοῦ Gal.7.378.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de deshacer]], [[resistente]] σχῆμα τῆς τάξεως de una formación naval, Plb.1.26.16, cf. <i>Theol.Ar</i>.21, [[δεσμός]] Ph.2.511, cf. Sch.Er.<i>Il</i>.15.18a, ὥστε καὶ λίθῳ καὶ σιδήρῳ δυσδιάλυτον ref. a lo que está bien ajustado, Plu.2.983d<br /><b class="num">•</b>fig. [[difícil de suprimir]], [[difícil de aplacar]] ἡ ἔχθρα Chrys.M.49.205<br /><b class="num">•</b>de la enfermedad [[pertinaz]], [[difícil de curar]] Gr.Nyss.<i>Ep</i>.19.17.<br /><b class="num">II</b> [[difícil de reconciliar]] οἱ δὲ πικροί ref. al temperamento de la pers., Arist.<i>EN</i> 1126<sup>a</sup>20.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσδιάλυτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα διαλύεται («[[σκόνη]] δυσδιάλυτη στο [[νερό]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για έχθρες και διαφωνίες) αυτός που δύσκολα αίρεται ή τακτοποιείται.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιάλῠτος Medium diacritics: δυσδιάλυτος Low diacritics: δυσδιάλυτος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: dysdiálytos Transliteration B: dysdialytos Transliteration C: dysdialytos Beta Code: dusdia/lutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to dissolve, Arist.Pr.870b31 (Comp.): σχῆμα τῆς τάξεως Plb.1.26.16.    2 hard to digest, Philotim. ap. Ath.2.53f, Gal.16.760.    II hard to reconcile, Arist.EN1126a20.

German (Pape)

[Seite 677] schwer aufzulösen, zu trennen; τάξις Pol. 1, 26, 16; Plut.; schwer zu versöhnen, Arist. Eth. 4, 5, 11; von Speisen, Ath. II, 53 f.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιάλῠτος: -ον, δυσκόλως διαλυόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42· τάξις Πολύβ. 1. 26, 16. ΙΙ. δυσκόλως διαλλασσόμενος, συμφιλιούμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à diviser, à séparer, à rompre ; difficile à réconcilier.
Étymologie: δυσ-, διαλύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fisiol. difícil de disolver o disgregar, difícil de absorber τὰ ὑγρὰ τοῦ χειμῶνος πέπηγε ... δυσδιαλυτώτερα Arist.Pr.870b31, en la digestión δυσκατέργαστά ἐστιν ὠμὰ πάντα καὶ δυσδιάλυτα Phylotim.8, (μύκητες) Dsc.4.82, τὰ κρέα Gal.16.760, (τὸ γάλα) Sor.2.9.48
subst. τὸ δ. difícil absorción τοῦ χυμοῦ Gal.7.378.
2 difícil de deshacer, resistente σχῆμα τῆς τάξεως de una formación naval, Plb.1.26.16, cf. Theol.Ar.21, δεσμός Ph.2.511, cf. Sch.Er.Il.15.18a, ὥστε καὶ λίθῳ καὶ σιδήρῳ δυσδιάλυτον ref. a lo que está bien ajustado, Plu.2.983d
fig. difícil de suprimir, difícil de aplacar ἡ ἔχθρα Chrys.M.49.205
de la enfermedad pertinaz, difícil de curar Gr.Nyss.Ep.19.17.
II difícil de reconciliar οἱ δὲ πικροί ref. al temperamento de la pers., Arist.EN 1126a20.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσδιάλυτος, -ον)
αυτός που δύσκολα διαλύεται («σκόνη δυσδιάλυτη στο νερό»)
αρχ.
1. (για έχθρες και διαφωνίες) αυτός που δύσκολα αίρεται ή τακτοποιείται.