δυσαλγής: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[muy doloroso]] τύχα A.<i>A</i>.1165, [[ἕλκωσις]] Ph.2.100, τὰ ... τοῦ θανάτου Plu.2.106d, τραύματα Plu.2.659d, μόγος Q.S.7.625, κάματος Q.S.14.68, τὸ Ἀλ[εξάν] δριον σχῆμα ... δυ[σαλ] γέστατον <i>Chirurg.Fr.Pap</i>.7.71.<br /><b class="num">2</b> [[cruel]] Hsch.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[muy doloroso]] τύχα A.<i>A</i>.1165, [[ἕλκωσις]] Ph.2.100, τὰ ... τοῦ θανάτου Plu.2.106d, τραύματα Plu.2.659d, μόγος Q.S.7.625, κάματος Q.S.14.68, τὸ Ἀλ[εξάν] δριον σχῆμα ... δυ[σαλ] γέστατον <i>Chirurg.Fr.Pap</i>.7.71.<br /><b class="num">2</b> [[cruel]] Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσαλγής]], -ές (Α)<br />αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαλγής Medium diacritics: δυσαλγής Low diacritics: δυσαλγής Capitals: ΔΥΣΑΛΓΗΣ
Transliteration A: dysalgḗs Transliteration B: dysalgēs Transliteration C: dysalgis Beta Code: dusalgh/s

English (LSJ)

ές,

   A very painful, A.Ag.1165, Plu.2.106d, Q.S. 14.68.

German (Pape)

[Seite 675] ές, schwere Schmerzen verursachend, sehr schmerzlich; τύχη Aesch. Ag. 1137; Plut. Consol. ad Apollon. p. 328 u. a. Sp., wie Qu. Sm. 7, 625. Bei Hesych. = ἀσυμπαθής, unempfindlich.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαλγής: -ές, λίαν ἀλγεινός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165, Πλούτ. 2. 106.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une souffrance cruelle.
Étymologie: δυσ-, ἄλγος.

Spanish (DGE)

-ές
1 muy doloroso τύχα A.A.1165, ἕλκωσις Ph.2.100, τὰ ... τοῦ θανάτου Plu.2.106d, τραύματα Plu.2.659d, μόγος Q.S.7.625, κάματος Q.S.14.68, τὸ Ἀλ[εξάν] δριον σχῆμα ... δυ[σαλ] γέστατον Chirurg.Fr.Pap.7.71.
2 cruel Hsch.

Greek Monolingual

δυσαλγής, -ές (Α)
αυτός που προκαλεί σφοδρούς πόνους.