δυσεξεύρετος: Difference between revisions
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de encontrar]], τόποι Arist.<i>HA</i> 611<sup>a</sup>26, σπήλαια D.C.<i>Epit</i>.8.18.14, c. dat. de pers. θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς Ἑλλάδος Plu.2.407f<br /><b class="num">•</b>fig. [[difícil de descubrir]], [[recóndito]] πάθη Mac.Aeg.<i>Serm</i>.C 7.1<br /><b class="num">•</b>[[difícil de inventar]] c. dat. de pers. πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρετα D.S.30.20. | |dgtxt=-ον<br />[[difícil de encontrar]], τόποι Arist.<i>HA</i> 611<sup>a</sup>26, σπήλαια D.C.<i>Epit</i>.8.18.14, c. dat. de pers. θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς Ἑλλάδος Plu.2.407f<br /><b class="num">•</b>fig. [[difícil de descubrir]], [[recóndito]] πάθη Mac.Aeg.<i>Serm</i>.C 7.1<br /><b class="num">•</b>[[difícil de inventar]] c. dat. de pers. πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρετα D.S.30.20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξεύρετος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δυσκολοκατόρθωτος<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται [[κάποιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to find out, Id.HA611a26, Plu.2.407f.
German (Pape)
[Seite 679] schwer aufzufinden; τόποι Arist. H. A. 9, 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξεύρετος: -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à trouver.
Étymologie: δυσ-, ἐξευρίσκω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de encontrar, τόποι Arist.HA 611a26, σπήλαια D.C.Epit.8.18.14, c. dat. de pers. θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς Ἑλλάδος Plu.2.407f
•fig. difícil de descubrir, recóndito πάθη Mac.Aeg.Serm.C 7.1
•difícil de inventar c. dat. de pers. πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρετα D.S.30.20.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσεξεύρετος, -ον)
αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. δυσκολοκατόρθωτος
2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος.