εἰσπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἐσ- Hdt.1.100, E.<i>HF</i> 850, Th.4.16, Paus.7.12.7, App.<i>Hisp</i>.60<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [impf. iter. ἐσπέμπεσκον Hdt.1.100]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>c. ac. de pers. o cosa [[enviar]], [[hacer llegar]] c. adv., giro prep. o ac. de direcc. o finalidad τάς τε δίκας γράφοντες ἔσω παρ' ἐκεῖνον ἐσπέμπεσκον Hdt.l.c., τρίτην δὲ ἀγγελίην ... παρ' αὐτήν Hdt.3.69, γράμματα πρὸς βασιλέα Th.1.137, τὸν Δᾶον ... πρὸς τὴν μητέρα Men.<i>Pc</i>.542, εἰς τὸν Ἑλλήσποντον ... ἕτερον στρατηγόν D.8.28, εἰς τὴν Διμάλην ... φρουράν Plb.3.18.1, cf. 5.73.6, D.S.40.5, Aristid.<i>Or</i>.26.52, Iul.<i>Or</i>.5.275c, D.C.<i>Epit</i>.9.21.2, τινας τῶν πονηρῶν ... εἰς τὸν τῶν ἀσεβῶν χῶρον Luc.<i>Luct</i>.8, cf. Hld.9.13.1, τοὺς ναύτας ... εἰς τὴν τάξιν πρὸς τὴν συνήθη πρᾶξιν <i>PFlor</i>.293.16 (VI d.C.), c. ac. de direcc. οὗ σύ μ' ἐσπέμπεις δόμους E.<i>HF</i> 850, [[Ἄργος]] ἐσπέμψων [[δέμας]] E.<i>IT</i> 1440<br /><b class="num">•</b>c. dat. compl. indir. τοῖς δὲ [[ἔνδον]] ... τὰ [[δέοντα]] LXX 2<i>Ma</i>.13.20, αὐτοῖς ... ἀγορὰν εἰσπέμψαι enviar a éstos provisiones</i> D.S.17.8, cf. Paus.l.c.<br /><b class="num">•</b>abs. [[enviar adentro]], [[enviar]] a un recinto, como el de una ciu. sitiada o amurallada ἐσπέμπων κήρυκα Hdt.6.133, cf. Th.4.16, Isoc.14.19, D.6.15, Ph.<i>Mech</i>.102.30, τῶν πιστῶν ἄνδρα εἰσπέμψαι σκεψόμενον τὰ [[ἔνδον]] X.<i>HG</i> 4.4.8, cf. Isoc.17.51, μάντιν ... κακοῦργον al palacio, S.<i>OT</i> 705, χαλκοῦς ... ὡς [[ἀργύριον]] εἰσέπεμψε envió monedas de bronce como si fueran plata</i> el novio a casa de la novia, Plu.<i>Cic</i>.29, τοὺς ἰατρούς D.H.1.78, φίλου ῥίνην εἰσπέμψαντος Polyaen.6.49, μετὰ ξιφῶν τινας ἐσπέμψας App.l.c., en v. pas. ἡνίκ' εἰσεπεμπόμην E.<i>Ba</i>.610, cf. Charito 3.3.3, ἡ δ' (ἠσθής) οὐδ' ἂν εἰσπεμφθῆναί μοι δοκεῖ Ph.2.45, εἰσπέμπεται δὲ διὰ παιδίου μικροῦ τὸ ἐγχειρίδιον Plu.<i>Cat.Mi</i>.70, c. un pred. del suj. ὡς αὐτὸς εἰσπεμφθείη ... ὡς πρεσβευτής I.<i>BI</i> 4.219<br /><b class="num">•</b>táct., part. pas. subst. τὰ εἰσπεμπόμενα Aen.Tact.31.24.<br /><b class="num">2</b> jur. [[enviar a los tribunales para litigar o denunciar]] (τοὺς ἀγωνίσασθαι δεινούς) Pl.<i>Euthd</i>.305b, εἰς τὴν βουλὴν ... Θεόκριτον Lys.13.19.<br /><b class="num">3</b> sólo c. ac. de cosa [[introducir]], [[meter]] (θρυαλλίδα) εἰς τὸ νεώριον Ar.<i>Ach</i>.921, en el cuerpo τροφάς Hp.<i>Flat</i>.7, en el oído μιμήματα ... γεγοητευμένα D.Chr.12.71, ἐν τῷ λεγομένῳ κενῷ μορφάς Plot.3.6.7, en v. med. mismo sent. στόμα ... δι' οὗ ὧν ἐπιθυμεῖ τὰ ζῷα εἰσπέμπεται X.<i>Mem</i>.1.4.6<br /><b class="num">•</b>fig. c. dat. de pers. ἵμερον ... ἐδητύος ἀνθρώποισιν Orph.<i>L</i>.723.<br /><b class="num">4</b> agr. [[sembrar]] en v. pas. σπορὰ εἰσπέμπεται Lib.<i>Or</i>.52.14.5.<br /><b class="num">II</b> sent. neg. [[lanzar contra]], c. ac. y dat. de abstr. [[oponer]], [[enfrentar]] (νόμους) τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον ... φόβον εἰσπέμπειν οἵους τ' εἶναι (leyes) que sean capaces de oponer el más bello temor frente al impúdico descaro</i> Pl.<i>Lg</i>.671d.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ἐσ- Hdt.1.100, E.<i>HF</i> 850, Th.4.16, Paus.7.12.7, App.<i>Hisp</i>.60<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [impf. iter. ἐσπέμπεσκον Hdt.1.100]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>c. ac. de pers. o cosa [[enviar]], [[hacer llegar]] c. adv., giro prep. o ac. de direcc. o finalidad τάς τε δίκας γράφοντες ἔσω παρ' ἐκεῖνον ἐσπέμπεσκον Hdt.l.c., τρίτην δὲ ἀγγελίην ... παρ' αὐτήν Hdt.3.69, γράμματα πρὸς βασιλέα Th.1.137, τὸν Δᾶον ... πρὸς τὴν μητέρα Men.<i>Pc</i>.542, εἰς τὸν Ἑλλήσποντον ... ἕτερον στρατηγόν D.8.28, εἰς τὴν Διμάλην ... φρουράν Plb.3.18.1, cf. 5.73.6, D.S.40.5, Aristid.<i>Or</i>.26.52, Iul.<i>Or</i>.5.275c, D.C.<i>Epit</i>.9.21.2, τινας τῶν πονηρῶν ... εἰς τὸν τῶν ἀσεβῶν χῶρον Luc.<i>Luct</i>.8, cf. Hld.9.13.1, τοὺς ναύτας ... εἰς τὴν τάξιν πρὸς τὴν συνήθη πρᾶξιν <i>PFlor</i>.293.16 (VI d.C.), c. ac. de direcc. οὗ σύ μ' ἐσπέμπεις δόμους E.<i>HF</i> 850, [[Ἄργος]] ἐσπέμψων [[δέμας]] E.<i>IT</i> 1440<br /><b class="num">•</b>c. dat. compl. indir. τοῖς δὲ [[ἔνδον]] ... τὰ [[δέοντα]] LXX 2<i>Ma</i>.13.20, αὐτοῖς ... ἀγορὰν εἰσπέμψαι enviar a éstos provisiones</i> D.S.17.8, cf. Paus.l.c.<br /><b class="num">•</b>abs. [[enviar adentro]], [[enviar]] a un recinto, como el de una ciu. sitiada o amurallada ἐσπέμπων κήρυκα Hdt.6.133, cf. Th.4.16, Isoc.14.19, D.6.15, Ph.<i>Mech</i>.102.30, τῶν πιστῶν ἄνδρα εἰσπέμψαι σκεψόμενον τὰ [[ἔνδον]] X.<i>HG</i> 4.4.8, cf. Isoc.17.51, μάντιν ... κακοῦργον al palacio, S.<i>OT</i> 705, χαλκοῦς ... ὡς [[ἀργύριον]] εἰσέπεμψε envió monedas de bronce como si fueran plata</i> el novio a casa de la novia, Plu.<i>Cic</i>.29, τοὺς ἰατρούς D.H.1.78, φίλου ῥίνην εἰσπέμψαντος Polyaen.6.49, μετὰ ξιφῶν τινας ἐσπέμψας App.l.c., en v. pas. ἡνίκ' εἰσεπεμπόμην E.<i>Ba</i>.610, cf. Charito 3.3.3, ἡ δ' (ἠσθής) οὐδ' ἂν εἰσπεμφθῆναί μοι δοκεῖ Ph.2.45, εἰσπέμπεται δὲ διὰ παιδίου μικροῦ τὸ ἐγχειρίδιον Plu.<i>Cat.Mi</i>.70, c. un pred. del suj. ὡς αὐτὸς εἰσπεμφθείη ... ὡς πρεσβευτής I.<i>BI</i> 4.219<br /><b class="num">•</b>táct., part. pas. subst. τὰ εἰσπεμπόμενα Aen.Tact.31.24.<br /><b class="num">2</b> jur. [[enviar a los tribunales para litigar o denunciar]] (τοὺς ἀγωνίσασθαι δεινούς) Pl.<i>Euthd</i>.305b, εἰς τὴν βουλὴν ... Θεόκριτον Lys.13.19.<br /><b class="num">3</b> sólo c. ac. de cosa [[introducir]], [[meter]] (θρυαλλίδα) εἰς τὸ νεώριον Ar.<i>Ach</i>.921, en el cuerpo τροφάς Hp.<i>Flat</i>.7, en el oído μιμήματα ... γεγοητευμένα D.Chr.12.71, ἐν τῷ λεγομένῳ κενῷ μορφάς Plot.3.6.7, en v. med. mismo sent. στόμα ... δι' οὗ ὧν ἐπιθυμεῖ τὰ ζῷα εἰσπέμπεται X.<i>Mem</i>.1.4.6<br /><b class="num">•</b>fig. c. dat. de pers. ἵμερον ... ἐδητύος ἀνθρώποισιν Orph.<i>L</i>.723.<br /><b class="num">4</b> agr. [[sembrar]] en v. pas. σπορὰ εἰσπέμπεται Lib.<i>Or</i>.52.14.5.<br /><b class="num">II</b> sent. neg. [[lanzar contra]], c. ac. y dat. de abstr. [[oponer]], [[enfrentar]] (νόμους) τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον ... φόβον εἰσπέμπειν οἵους τ' εἶναι (leyes) que sean capaces de oponer el más bello temor frente al impúdico descaro</i> Pl.<i>Lg</i>.671d.
}}
{{grml
|mltxt=[[εἰσπέμπω]] και ἐσπέμπω (Α)<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] [[μέσα]] ή [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] κάποιον σε κάποιον [[άλλο]] εκ μέρους μου<br /><b>3.</b> (για ρήτορες) [[στέλνω]] στο δικαστήριο, [[δίνω]] οδηγίες.
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπέμπω Medium diacritics: εἰσπέμπω Low diacritics: εισπέμπω Capitals: ΕΙΣΠΕΜΠΩ
Transliteration A: eispémpō Transliteration B: eispempō Transliteration C: eispempo Beta Code: ei)spe/mpw

English (LSJ)

   A send in, σύ μ' ἐσπέμπεις δόμους E.HF850, cf. Th.4.16; γράμματα πρὸς βασιλέα Id.1.137; suborn agents, S.OT705, And.2.4; ῥήτορας send them into court, instruct them, Pl.Euthd.305b; τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον φόβον pit against.., Id.Lg.671d.

German (Pape)

[Seite 745] hineinschicken, einlassen; Soph. O. R. 705; δόμους Eur. Herc. Fur. 850; Thuc. 4, 16; Plat. Euthyd. 305 b; φόβον Legg. II, 671 d.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπέμπω: πέμπω εἰς..., ἀνὴρ ὅδ’ οὐκ ἄσημος... οὗ γέ μ’ εἰσπέμπεις δόμους, εἰς οὗ τοὺς δόμους πέμπεις με, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 850˙ ἐσπέμπει (ὁ Θεμιστοκλῆς) γράμματα ὡς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην Θουκ. 1. 137˙ πέμπω τινὰ παρ’ ἐμοῦ, παρουσιάζω τινά, μάντιν μὲν οὖν κακοῦργον εἰσπέμψας Σοφ. Ο. Τ. 705, Ἀνδοκ. 20. 16˙ ῥήτορας εἰσπ., στέλλω αὐτοὺς εἰς τὸ δικαστήριον, δίδω εἰς αὐτοὺς ὁδηγίας, Πλάτ. Εὐθύδ. 305Β, πρβλ. Νόμ. 671D.

French (Bailly abrégé)

anc. att. ἐσπέμπω;
1 envoyer dans, introduire dans;
2 envoyer vers;
3 envoyer contre ; suborner;
Moy. εἰσπέμπομαι introduire pour soi.
Étymologie: εἰς, πέμπω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.100, E.HF 850, Th.4.16, Paus.7.12.7, App.Hisp.60

• Morfología: [impf. iter. ἐσπέμπεσκον Hdt.1.100]
I 1c. ac. de pers. o cosa enviar, hacer llegar c. adv., giro prep. o ac. de direcc. o finalidad τάς τε δίκας γράφοντες ἔσω παρ' ἐκεῖνον ἐσπέμπεσκον Hdt.l.c., τρίτην δὲ ἀγγελίην ... παρ' αὐτήν Hdt.3.69, γράμματα πρὸς βασιλέα Th.1.137, τὸν Δᾶον ... πρὸς τὴν μητέρα Men.Pc.542, εἰς τὸν Ἑλλήσποντον ... ἕτερον στρατηγόν D.8.28, εἰς τὴν Διμάλην ... φρουράν Plb.3.18.1, cf. 5.73.6, D.S.40.5, Aristid.Or.26.52, Iul.Or.5.275c, D.C.Epit.9.21.2, τινας τῶν πονηρῶν ... εἰς τὸν τῶν ἀσεβῶν χῶρον Luc.Luct.8, cf. Hld.9.13.1, τοὺς ναύτας ... εἰς τὴν τάξιν πρὸς τὴν συνήθη πρᾶξιν PFlor.293.16 (VI d.C.), c. ac. de direcc. οὗ σύ μ' ἐσπέμπεις δόμους E.HF 850, Ἄργος ἐσπέμψων δέμας E.IT 1440
c. dat. compl. indir. τοῖς δὲ ἔνδον ... τὰ δέοντα LXX 2Ma.13.20, αὐτοῖς ... ἀγορὰν εἰσπέμψαι enviar a éstos provisiones D.S.17.8, cf. Paus.l.c.
abs. enviar adentro, enviar a un recinto, como el de una ciu. sitiada o amurallada ἐσπέμπων κήρυκα Hdt.6.133, cf. Th.4.16, Isoc.14.19, D.6.15, Ph.Mech.102.30, τῶν πιστῶν ἄνδρα εἰσπέμψαι σκεψόμενον τὰ ἔνδον X.HG 4.4.8, cf. Isoc.17.51, μάντιν ... κακοῦργον al palacio, S.OT 705, χαλκοῦς ... ὡς ἀργύριον εἰσέπεμψε envió monedas de bronce como si fueran plata el novio a casa de la novia, Plu.Cic.29, τοὺς ἰατρούς D.H.1.78, φίλου ῥίνην εἰσπέμψαντος Polyaen.6.49, μετὰ ξιφῶν τινας ἐσπέμψας App.l.c., en v. pas. ἡνίκ' εἰσεπεμπόμην E.Ba.610, cf. Charito 3.3.3, ἡ δ' (ἠσθής) οὐδ' ἂν εἰσπεμφθῆναί μοι δοκεῖ Ph.2.45, εἰσπέμπεται δὲ διὰ παιδίου μικροῦ τὸ ἐγχειρίδιον Plu.Cat.Mi.70, c. un pred. del suj. ὡς αὐτὸς εἰσπεμφθείη ... ὡς πρεσβευτής I.BI 4.219
táct., part. pas. subst. τὰ εἰσπεμπόμενα Aen.Tact.31.24.
2 jur. enviar a los tribunales para litigar o denunciar (τοὺς ἀγωνίσασθαι δεινούς) Pl.Euthd.305b, εἰς τὴν βουλὴν ... Θεόκριτον Lys.13.19.
3 sólo c. ac. de cosa introducir, meter (θρυαλλίδα) εἰς τὸ νεώριον Ar.Ach.921, en el cuerpo τροφάς Hp.Flat.7, en el oído μιμήματα ... γεγοητευμένα D.Chr.12.71, ἐν τῷ λεγομένῳ κενῷ μορφάς Plot.3.6.7, en v. med. mismo sent. στόμα ... δι' οὗ ὧν ἐπιθυμεῖ τὰ ζῷα εἰσπέμπεται X.Mem.1.4.6
fig. c. dat. de pers. ἵμερον ... ἐδητύος ἀνθρώποισιν Orph.L.723.
4 agr. sembrar en v. pas. σπορὰ εἰσπέμπεται Lib.Or.52.14.5.
II sent. neg. lanzar contra, c. ac. y dat. de abstr. oponer, enfrentar (νόμους) τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον ... φόβον εἰσπέμπειν οἵους τ' εἶναι (leyes) que sean capaces de oponer el más bello temor frente al impúdico descaro Pl.Lg.671d.

Greek Monolingual

εἰσπέμπω και ἐσπέμπω (Α)
1. στέλνω μέσα ή κάπου
2. στέλνω κάποιον σε κάποιον άλλο εκ μέρους μου
3. (για ρήτορες) στέλνω στο δικαστήριο, δίνω οδηγίες.