ἔνοσις: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἔνν- E.<i>Ba</i>.585, Hsch.; [[εἴν]]- Hsch.<br />[[estremecimiento]], [[conmoción]], [[temblor violento]], [[sacudida]] gener. de la tierra, en descripciones de batallas entre dioses y titanes ἔ. δ' ἵκανε βαρεῖα Τάρταρον ἠερόεντα ποδῶν violenta sacudida de los pies llegó hasta el tenebroso Tártaro</i> Hes.<i>Th</i>.681, cf. 849, ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ' ἐσφαράγιζον Hes.<i>Th</i>.706, cf. <i>Epic.Alex.Adesp.SHell</i>.910.10, ἔ. ἐπικλύζει πόλιν E.<i>Tr</i>.1326, γῆς ἔ. Orph.<i>Fr</i>.778.24, cf. <i>AP</i> 9.560 (Crin.), personif. <σεῖε> πέδον χθονός, Ἔννοσι πότνια E.<i>Ba</i>.585<br /><b class="num">•</b>[[vibración]], [[temblor]] del timbal en los ritos báquicos ῥόμβου ... εἱλισσομένα κύκλιος ἐ. [[αἰθερία]] E.<i>Hel</i>.1363.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. de la misma r. que ὠθέω q.u.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἔνν- E.<i>Ba</i>.585, Hsch.; [[εἴν]]- Hsch.<br />[[estremecimiento]], [[conmoción]], [[temblor violento]], [[sacudida]] gener. de la tierra, en descripciones de batallas entre dioses y titanes ἔ. δ' ἵκανε βαρεῖα Τάρταρον ἠερόεντα ποδῶν violenta sacudida de los pies llegó hasta el tenebroso Tártaro</i> Hes.<i>Th</i>.681, cf. 849, ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ' ἐσφαράγιζον Hes.<i>Th</i>.706, cf. <i>Epic.Alex.Adesp.SHell</i>.910.10, ἔ. ἐπικλύζει πόλιν E.<i>Tr</i>.1326, γῆς ἔ. Orph.<i>Fr</i>.778.24, cf. <i>AP</i> 9.560 (Crin.), personif. <σεῖε> πέδον χθονός, Ἔννοσι πότνια E.<i>Ba</i>.585<br /><b class="num">•</b>[[vibración]], [[temblor]] del timbal en los ritos báquicos ῥόμβου ... εἱλισσομένα κύκλιος ἐ. [[αἰθερία]] E.<i>Hel</i>.1363.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. de la misma r. que ὠθέω q.u.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔνοσις]], η (Α)<br />[[κλονισμός]], [[σεισμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης προελεύσεως. Η [[υπόθεση]] ότι [[ένοσις]] <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i>-<i>Fοθ</i>-<i>τις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ωθώ</i>) αίρεται από το ότι το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] -<i>θ</i>-<i>τ</i>- της Αρχαίας εξελίσσεται σε -<i>στι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[πύστις]] / [[πεύσις]]) και επί [[πλέον]] δεν υπάρχει [[βεβαιότητα]] ότι το <i>εν</i>- εν προκειμένω [[είναι]] προρρηματικό. Το [[γεγονός]] εξάλλου ότι τα [[σύνθετα]] με α' συνθετ. [[ένοσις]] [[είναι]] όλα ομηρικά του τύπου [[τερψίμβροτος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι η σπάνια και μεθομηρική λ. [[ένοσις]] προήλθε κατ' [[απόσπαση]] από τέτοια [[σύνθετα]]].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνοσις Medium diacritics: ἔνοσις Low diacritics: ένοσις Capitals: ΕΝΟΣΙΣ
Transliteration A: énosis Transliteration B: enosis Transliteration C: enosis Beta Code: e)/nosis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shaking, quake, Hes.Th.681,849; αἰθερίαι ἐ. E.Hel. 1363 (lyr.), cf. Orph.Fr.285.24; ἔννοσις· κίνησις, Hsch.    II personified in poet. form Ἔννοσις, prob. in E.Ba.585 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 850] ἡ, die Bewegung, Erschütterung; Hes. Th. 681. 849; Eur. Hel. 1379 Bacch. 585. Stammform nach Buttmann Lexilog. I p. 271 ἔνω, ἐνόω, Andere nehmen ἐνόθω an u. vgl. ὠθέω.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’ébranler, secousse.
Étymologie: *ἐνέθω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Alolema(s): ἔνν- E.Ba.585, Hsch.; εἴν- Hsch.
estremecimiento, conmoción, temblor violento, sacudida gener. de la tierra, en descripciones de batallas entre dioses y titanes ἔ. δ' ἵκανε βαρεῖα Τάρταρον ἠερόεντα ποδῶν violenta sacudida de los pies llegó hasta el tenebroso Tártaro Hes.Th.681, cf. 849, ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ' ἐσφαράγιζον Hes.Th.706, cf. Epic.Alex.Adesp.SHell.910.10, ἔ. ἐπικλύζει πόλιν E.Tr.1326, γῆς ἔ. Orph.Fr.778.24, cf. AP 9.560 (Crin.), personif. <σεῖε> πέδον χθονός, Ἔννοσι πότνια E.Ba.585
vibración, temblor del timbal en los ritos báquicos ῥόμβου ... εἱλισσομένα κύκλιος ἐ. αἰθερία E.Hel.1363.

• Etimología: Prob. de la misma r. que ὠθέω q.u.

Greek Monolingual

ἔνοσις, η (Α)
κλονισμός, σεισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως. Η υπόθεση ότι ένοσις < εν-Fοθ-τις (πρβλ. ωθώ) αίρεται από το ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα -θ-τ- της Αρχαίας εξελίσσεται σε -στι- (πρβλ. πύστις / πεύσις) και επί πλέον δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το εν- εν προκειμένω είναι προρρηματικό. Το γεγονός εξάλλου ότι τα σύνθετα με α' συνθετ. ένοσις είναι όλα ομηρικά του τύπου τερψίμβροτος οδηγεί στην υπόθεση ότι η σπάνια και μεθομηρική λ. ένοσις προήλθε κατ' απόσπαση από τέτοια σύνθετα].