ἔπαρσις: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_8) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔπαρσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπαίρω]]) [[οἴδημα]], πρήξιμον, φούσκωμα, κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· τῶν μαστῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, πρβλ. 6. 18, 13, κ. ἀλλ., ἴδε ἐν λ. [[ἴονθος]]. ΙΙ. [[ἐξέγερσις]], [[ἀνύψωσις]], Στωϊκὴ [[λέξις]], ἡδονὴ δέ ἔστιν [[ἄλογος]] [[ἔπαρσις]] Διογ. Λ. 7. 114· συστολῆς ἀλόγου ἢ ἐπάρσεως Στοβ. Ἐκλογ. 2. 170, πρβλ. Ἀμμών ἐν λ. [[χαρά]]. 2) τὸ γαῦρον τοῦ ἤθους, [[ὑπερηφανία]], Γρηγόρ. Νύσσ. τ. 1. 94Α, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἔπαρσις]]· [[ὑπερηφανία]]». 3) ἐπὶ λόγου, [[ἀνύψωσις]], [[καλλωπισμός]], Θωμ. Μάγιστρ. σ. 427. | |lstext='''ἔπαρσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπαίρω]]) [[οἴδημα]], πρήξιμον, φούσκωμα, κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· τῶν μαστῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, πρβλ. 6. 18, 13, κ. ἀλλ., ἴδε ἐν λ. [[ἴονθος]]. ΙΙ. [[ἐξέγερσις]], [[ἀνύψωσις]], Στωϊκὴ [[λέξις]], ἡδονὴ δέ ἔστιν [[ἄλογος]] [[ἔπαρσις]] Διογ. Λ. 7. 114· συστολῆς ἀλόγου ἢ ἐπάρσεως Στοβ. Ἐκλογ. 2. 170, πρβλ. Ἀμμών ἐν λ. [[χαρά]]. 2) τὸ γαῦρον τοῦ ἤθους, [[ὑπερηφανία]], Γρηγόρ. Νύσσ. τ. 1. 94Α, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἔπαρσις]]· [[ὑπερηφανία]]». 3) ἐπὶ λόγου, [[ἀνύψωσις]], [[καλλωπισμός]], Θωμ. Μάγιστρ. σ. 427. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔπαρσις]], η (Μ) [[επαίρνω]] <span style="color: red;"><</span> [[επαίρω]]<br />[[κατάληψη]], [[άλωση]], [[πάρσιμο]] («ἡ [[ἔπαρσις]] τοῡ κάστρου»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐπαίρω)
A rising, swelling, κοιλίης Hp. Coac.85; τῶν μαστῶν Arist.HA581a27; ἐ. ἰονθώδεις eruptions accompanying the sprouting of the beard, Thphr.Sud.16. 2 lifting up, χειρῶν LXX Ps.140(141).2. 3 devastation, ib.La.3.47; in concrete, heap of ruins, ib.4 Ki.19.25 (pl.). 4 raising, erection(?), τοῦ θυρέτρου IG 11(2).287 A116, B153 (Delos, iii B. C.). b αἰδοίων Arist.HA572b2. 5 elevation, projection, of a machine, HeroAut.28.2. II elation, ψυχῆς Zeno Stoic.1.51 (pl.), cf. Chrysipp.ib.3.116; ἡδονή, = ἄλογος ἔ. Stoic.3.95, al., Andronic. Rhod. p.570M., cf. LXXZa.12.7. 2 elevation of style, τοῦ λόγου Thom.Mag.p.175R.
German (Pape)
[Seite 905] ἡ, das Erhöhen, Anschwellung, Hippocr. u. Sp.; das sich Erheben, D. L. 7, 114.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπαρσις: -εως, ἡ, (ἐπαίρω) οἴδημα, πρήξιμον, φούσκωμα, κοιλίης Ἱππ. Κωακ. Προγν. 129· τῶν μαστῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, πρβλ. 6. 18, 13, κ. ἀλλ., ἴδε ἐν λ. ἴονθος. ΙΙ. ἐξέγερσις, ἀνύψωσις, Στωϊκὴ λέξις, ἡδονὴ δέ ἔστιν ἄλογος ἔπαρσις Διογ. Λ. 7. 114· συστολῆς ἀλόγου ἢ ἐπάρσεως Στοβ. Ἐκλογ. 2. 170, πρβλ. Ἀμμών ἐν λ. χαρά. 2) τὸ γαῦρον τοῦ ἤθους, ὑπερηφανία, Γρηγόρ. Νύσσ. τ. 1. 94Α, καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ἔπαρσις· ὑπερηφανία». 3) ἐπὶ λόγου, ἀνύψωσις, καλλωπισμός, Θωμ. Μάγιστρ. σ. 427.
Greek Monolingual
ἔπαρσις, η (Μ) επαίρνω < επαίρω
κατάληψη, άλωση, πάρσιμο («ἡ ἔπαρσις τοῡ κάστρου»).