ἐπετήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(Autenrieth)
(13)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(ϝέτος): [[throughout]] [[all]] the [[year]], Od. 7.118†.
|auten=(ϝέτος): [[throughout]] [[all]] the [[year]], Od. 7.118†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπετήσιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί όλο το [[έτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] χρόνο, [[ενιαύσιος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐπετήσιον</i><br />για ένα [[έτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ετήσιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]])].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπετήσιος Medium diacritics: ἐπετήσιος Low diacritics: επετήσιος Capitals: ΕΠΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: epetḗsios Transliteration B: epetēsios Transliteration C: epetisios Beta Code: e)peth/sios

English (LSJ)

ον,

   A = ἐπέτειος, from year to year, yearly, καρπός Od.7.118, cf. PSI4.320.12 (i A.D.); προστατεία Th.2.80; θυσίαι Jul.Or.4.131d; lasting the whole year, τελεσφορίη Call.Ap.78; ἐγχρονίσας ἐπετήσιον for a year, Epigr.Gr.815.

German (Pape)

[Seite 918] = ἐπέτειος, καρπός, das ganze Jahr durch dauernde Frucht, Od. 7, 118; τελεσφορίη, alljährlich, Callim. Apoll. 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπετήσιος: -ον, ὁ καθ’ ὅλον τὸ ἔτος διαρκῶν, διηνεκής, καρπὸς Ὀδ. Η. 118· τελεσφορίην ἐπετήσιον Καλλ. Ἀπόλλ. 77· ἐγχρονίσας ἐπετήσιον, ἐπὶ ἓν ἔτος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 8.- Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. 336.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de chaque année.
Étymologie: ἐπί, ἔτος.

English (Autenrieth)

(ϝέτος): throughout all the year, Od. 7.118†.

Greek Monolingual

ἐπετήσιος, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί όλο το έτος
2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο, ενιαύσιος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπετήσιον
για ένα έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ετήσιος (< έτος)].