ἑρκίον: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(14) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[ἕρκος]]): [[wall]] or [[hedge]] of the [[court]]-[[yard]]; αὐλῆς, Ι , Od. 18.102. | |auten=([[ἕρκος]]): [[wall]] or [[hedge]] of the [[court]]-[[yard]]; αὐλῆς, Ι , Od. 18.102. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἑρκίον]], τὸ (Α) [[έρκος]]<br /><b>1.</b> ο [[περίβολος]], το [[περίφραγμα]] της αυλής, [[αυλόγυρος]], [[μάντρα]], προστατευτικό [[έργο]]<br /><b>2.</b> η [[κατοικία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A fence, enclosure, αὐλῆς Il.9.476, Od.18.102 ; ἐξ ἑρκίων καὶ ἐξ οἰκίας ἐκπετόμενος Thphr.Sign.53 ; later, dwelling, A.R.2.1073.
German (Pape)
[Seite 1031] τό (der Form nach dim. zu ἕρκος), Umhegung, Umzäunung, αὐλῆς, Il. 9, 476 Od. 18, 102 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1074. Bei Soph. Ai. 108 ist ἑρκείου adj. zu fassen u. der v. l. ἑρκίου vorzuziehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρκίον: τό, περίφραγμα, φραγμός, περίβολος, ἑρκίον αὐλῆς Ἰλ. Ι. 476, Ὀδ. Σ. 102· παρὰ μεταγεν., κατοικία, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1074, πρβλ. Θεόφρ. περὶ Σημ. 53. (Ἐκ του ἕρκος· ὑποκορ. δὲ μόνον κατὰ τύπον). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑρκίον· κύκλος αὐλῆς. οἰκία. τειχίδιον στεφάνη δώματος».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
clôture, mur de clôture.
Étymologie: dim. de ἕρκος.
English (Autenrieth)
(ἕρκος): wall or hedge of the court-yard; αὐλῆς, Ι , Od. 18.102.
Greek Monolingual
ἑρκίον, τὸ (Α) έρκος
1. ο περίβολος, το περίφραγμα της αυλής, αυλόγυρος, μάντρα, προστατευτικό έργο
2. η κατοικία.