εὐκατάληπτος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκατάληπτος''': -ον, εὐκόλως κατανοούμενος, Ἀρτεμίδωρ. 1. προοίμ., Ἱππ. κλ. - Ἐπίρρ. τως, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743. | |lstext='''εὐκατάληπτος''': -ον, εὐκόλως κατανοούμενος, Ἀρτεμίδωρ. 1. προοίμ., Ἱππ. κλ. - Ἐπίρρ. τως, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐκατάληπτος]], -ον)<br />αυτός που γίνεται εύκολα [[καταληπτός]], ο ευκολονόητος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συλλαμβάνεται, που κυριεύεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐκαταλήπτως</i> (Α)<br /><b>φρ.</b> «εὐκαταλήπτως ἔχει»<br />(για [[τραύμα]]) η εύκολη [[επίδεση]], [[μετά]] τη [[συγκράτηση]] της ροής του αίματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κατα</i>-<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[λαμβάνω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to apprehend or recognize, Erot.Praef., Heliod. ap. Orib. 46.28.3, Artem.1.1a, etc. II Adv. -τως, ἔχειν to be easily bandaged by κατάληψις (q.v.), Hp.Off.9. III easy to capture, of cities, Hsch. s.v. διατειχίζειν.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht zu fassen, Schol. Aesch. Pers. 464 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάληπτος: -ον, εὐκόλως κατανοούμενος, Ἀρτεμίδωρ. 1. προοίμ., Ἱππ. κλ. - Ἐπίρρ. τως, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐκατάληπτος, -ον)
αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευκολονόητος
αρχ.
αυτός που συλλαμβάνεται, που κυριεύεται εύκολα.
επίρρ...
εὐκαταλήπτως (Α)
φρ. «εὐκαταλήπτως ἔχει»
(για τραύμα) η εύκολη επίδεση, μετά τη συγκράτηση της ροής του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-ληπτος (< κατα-λαμβάνω)].