εὔοψος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_17)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔοψος''': -ον, ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, ἀγορὰ Ἀναξανδρίδης ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 10· [[χωρίον]] Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 304D, πρβλ. Πλούτ. 2. 669C, κτλ.
|lstext='''εὔοψος''': -ον, ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, ἀγορὰ Ἀναξανδρίδης ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 10· [[χωρίον]] Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 304D, πρβλ. Πλούτ. 2. 669C, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔοψος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] όψα, [[ιδίως]] ψάρια, αυτός που έχει [[αφθονία]] ψαριών<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει ή παράγει [[πολλά]] βρώματα, φαγώσιμα («ἡ [[θάλασσα]] τῆς γῆς εὐοψοτέρα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οψος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όψον</i> «[[τροφή]], [[ψάρι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άν</i>-<i>οψος</i>, <i>πολύ</i>-<i>οψος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔοψος Medium diacritics: εὔοψος Low diacritics: εύοψος Capitals: ΕΥΟΨΟΣ
Transliteration A: eúopsos Transliteration B: euopsos Transliteration C: eyopsos Beta Code: eu)/oyos

English (LSJ)

ον,

   A abounding in ὄψα, esp. fish, ἀγορά Anaxandr.33.10, Timocl.11.1; χωρίον Archestr.Fr.50 B., cf. Str.10.2.21; ἡ θάλασσα τῆς γῆς -οτέρα Plu.2.667c, etc.

German (Pape)

[Seite 1086] reich an Speisen, bes. Fischen, mit Fischen wohl versehen, ἀγορά Ansxandr. bei Ath. VI, 227 c; χωρίον Archestr. ibid. VII, 304 e; λίμνη Strab. XVII, 804; εἰ ἡ θάλαττα τῆς γῆς εὐοψοτέρα, ob die See mehr oder bessere Fische liefert, Plut. Symp. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὔοψος: -ον, ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, ἀγορὰ Ἀναξανδρίδης ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 10· χωρίον Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 304D, πρβλ. Πλούτ. 2. 669C, κτλ.

Greek Monolingual

εὔοψος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών
2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άν-οψος, πολύ-οψος].