ἐχεγλωττία: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />discrétion, silence.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[γλῶσσα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />discrétion, silence.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[γλῶσσα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχεγλωττία]], ἡ (Α)<br />[[εγκράτεια]] στη [[γλώσσα]], [[σιωπή]], [[σιγή]]<br />η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό [[κατά]] το [[ἐκεχειρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωττία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γλωττος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλώττα]]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχεγλωττία Medium diacritics: ἐχεγλωττία Low diacritics: εχεγλωττία Capitals: ΕΧΕΓΛΩΤΤΙΑ
Transliteration A: echeglōttía Transliteration B: echeglōttia Transliteration C: echeglottia Beta Code: e)xeglwtti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A tongue-truce, 'linguistice', coined by Luc.Lex.9, after ἐκεχειρία (armistice).

German (Pape)

[Seite 1124] ἡ, Zungenstillstand, nach ἐκεχειρία von Luc. Lexiph. 9 gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχεγλωττία: ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, σιγή, σιωπή, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ ἐκεχειρία (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
discrétion, silence.
Étymologie: ἔχω, γλῶσσα.

Greek Monolingual

ἐχεγλωττία, ἡ (Α)
εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγή
η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -γλωττία < -γλωττος < γλώττα].