ἤϊος: Difference between revisions
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />le puissant <i>ou</i> celui qui frappe de loin (Phœbus).<br />'''Étymologie:''' [[ἐΰς]], [[ἠΰς]] ; sel. d’autres, de la R. Ἑ, lancer, envoyer, cf. [[ἵημι]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />le puissant <i>ou</i> celui qui frappe de loin (Phœbus).<br />'''Étymologie:''' [[ἐΰς]], [[ἠΰς]] ; sel. d’autres, de la R. Ἑ, lancer, envoyer, cf. [[ἵημι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἤϊος]], ὁ (Α)<br />(ως επίθ. του Φοίβου Απόλλωνος)<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον Αρίσταρχο) [[τοξότης]], [[ακοντιστής]]<br /><b>2.</b> (κατ' άλλους) [[αγαθός]] («ἤϊε Φοῑβε», Ύμν. εις Απόλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> επιφων. <i>ή</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιήιος]] <span style="color: red;"><</span> επιφ. <i>ιή</i>). Η [[αναγωγή]] του στο [[ίημι]] από τους αρχαίους [[είναι]] [[μάλλον]] λαϊκή παρετυμολογική [[σύνδεση]]. Εξίσου απίθανη και η [[σύνδεση]] με το <i>ηϊ</i>- του <i>ηϊ</i>-[[κανός]] και με το <i>ηώς</i>, αν και η προκύπτουσα [[σημασία]] «πρωινέ» ταιριάζει με το προσδιοριζόμενο όνομα <i>Φοίβε</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, epith. of Phoebus,
A ἤϊε Φοῖβε Il.15.365, 20.152, h.Ap.120. (Prob. from the cry ἤ, ἤ, cf. ἰήϊος.)
German (Pape)
[Seite 1157] ὁ, Beiname des Phoibos, ἤϊε Φοῖβε, Il. 15, 365. 20, 152, nach Aristarch (Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 330) der Bogenschütze, ἥϊος, von ἵημι; nach Anderen = ἰήϊος (w. m. s.), od. von ἰή, ἤ, dem gewöhnlichen Anruf; – Andere denken an ἠΰς, der Gute, vgl. Franke zu H. h. Apoll. Del. 120.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
le puissant ou celui qui frappe de loin (Phœbus).
Étymologie: ἐΰς, ἠΰς ; sel. d’autres, de la R. Ἑ, lancer, envoyer, cf. ἵημι.
Greek Monolingual
ἤϊος, ὁ (Α)
(ως επίθ. του Φοίβου Απόλλωνος)
1. (κατά τον Αρίσταρχο) τοξότης, ακοντιστής
2. (κατ' άλλους) αγαθός («ἤϊε Φοῑβε», Ύμν. εις Απόλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < επιφων. ή (πρβλ. ιήιος < επιφ. ιή). Η αναγωγή του στο ίημι από τους αρχαίους είναι μάλλον λαϊκή παρετυμολογική σύνδεση. Εξίσου απίθανη και η σύνδεση με το ηϊ- του ηϊ-κανός και με το ηώς, αν και η προκύπτουσα σημασία «πρωινέ» ταιριάζει με το προσδιοριζόμενο όνομα Φοίβε].