ἠεροφοῖτις: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(Autenrieth)
(16)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[φοιτάω]]): [[walking]] in [[darkness]]; [[Ἐρῖνύς]], Il. 9.571. (Il.)
|auten=([[φοιτάω]]): [[walking]] in [[darkness]]; [[Ἐρῖνύς]], Il. 9.571. (Il.)
}}
{{grml
|mltxt=ἠεροφοῑτις, -οίτιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που περπατά στο [[σκοτάδι]] αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη [[σελήνη]]) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα<br /><b>3.</b> αυτή που κινείται στον αέρα, που [[πετά]] στον αέρα («ἠεροφοῑτις [[μέλισσα]]», Ψ. Φωκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>-, ιων. τ. του <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, <b>[[πρβλ]].</b> ιων. γεν. <i>ηέρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φοίτις</i>, θηλ. του -[[φοίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>φοίτᾱ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>κοίτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]])].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠεροφοῖτις Medium diacritics: ἠεροφοῖτις Low diacritics: ηεροφοίτις Capitals: ΗΕΡΟΦΟΙΤΙΣ
Transliteration A: ēerophoîtis Transliteration B: ēerophoitis Transliteration C: ierofoitis Beta Code: h)erofoi=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A walking in darkness, coming unseen, Ἐρινύς Il.9.571, 19.87.    II air-traversing, of the moon, Orph.H.9.2; μέλισσα Ps.Phoc.171.

Greek (Liddell-Scott)

ἠεροφοῖτις: -ιδος, ἡ, (φοιτάω) ἡ διερχομένη διὰ τοῦ σκότους, ἐρχομένη ἀφανής, ἀόρατος, ἡεροφ. Ἐρινὺς Ἰλ. Ι. 571, Τ. 87· ἐπὶ τῆς σελήνης, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 2.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
1 qui habite les ténèbres;
2 qui traverse les airs.
Étymologie: ἀήρ, φοιτάω.

English (Autenrieth)

(φοιτάω): walking in darkness; Ἐρῖνύς, Il. 9.571. (Il.)

Greek Monolingual

ἠεροφοῑτις, -οίτιδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περπατά στο σκοτάδι αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», Ομ. Ιλ.)
2. (για τη σελήνη) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα
3. αυτή που κινείται στον αέρα, που πετά στον αέρα («ἠεροφοῑτις μέλισσα», Ψ. Φωκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. του αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -φοίτις, θηλ. του -φοίτης < φοιτώ ή, κατ' άλλη άποψη, < αμάρτυρο φοίτᾱ (πρβλ. α-κοίτης < κοίτη)].