θαμινός: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(Bailly1_3)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fréquent ; <i>pl. neutre adv.</i> • [[θαμινά]] fréquemment.<br />'''Étymologie:''' [[θαμά]].
|btext=ή, όν :<br />fréquent ; <i>pl. neutre adv.</i> • [[θαμινά]] fréquemment.<br />'''Étymologie:''' [[θαμά]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θαμινός]] και θαμεινός, -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[συχνός]], [[πυκνός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>θαμινά</i><br />[[συχνά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θαμινώς</i> (Α)<br />[[θαμά]], [[συχνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαμά]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[πυκινός]])].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰμῐνός Medium diacritics: θαμινός Low diacritics: θαμινός Capitals: ΘΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: thaminós Transliteration B: thaminos Transliteration C: thaminos Beta Code: qamino/s

English (LSJ)

and θαμῑνός (h.Merc.44, Call.Aet.3.1.36, Nic.Th.239 (v.l.); θαμεινός Choerob. in An.Ox.2.180), ή, όν,

   A crowded, close-set, Call.Cer. 65, Lyr.Alex.Adesp.7.14: usu. neut. pl. θαμινά, as Adv. = θαμά, Pi. O.1.53, Pae.6.16, Ar.Pl.292 (lyr.), X.Mem.3.11.15, An.4.1.16 (v.l. θαμεινά): sg., θαμινόν A.R.3.1266: Sup. -ώτατος Suid. Adv. -νῶς Hsch.: Comp. -ώτερον Parth.Fr.29.

German (Pape)

[Seite 1185] (θαμά, vgl. θαμειός), häufig, θαμινώτατος erkl. Suid. πυκνότατος. Gebräuchlich scheint nur θαμινά adverbial, häufig, oft, Pind. Ol. 1, 53 N. 3, 42; in Prosa, Xen. Mem. 3, 11, 15 u. A. – VLL. haben auch adv. θαμινῶς.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰμῐνός: -ή, -όν, = θαμειός, ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδ. πληθ. θαμινά, ὡς ἐπίρρ. = θαμά, Πίνδ. Ο. 1. 85, Ἀριστοφ. Πλ. 292, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 5· - συγκρ. θαμινώτατος Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -νῶς Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fréquent ; pl. neutre adv. • θαμινά fréquemment.
Étymologie: θαμά.

Greek Monolingual

θαμινός και θαμεινός, -ή, -όν (Α)
1. συχνός, πυκνός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά
συχνά.
επίρρ...
θαμινώς (Α)
θαμά, συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)].