θηλυκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui tue par la main d’une femme.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[κτείνω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui tue par la main d’une femme.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[κτείνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θηλυκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει με [[χέρι]] γυναίκας («[[θηλυκτόνος]] [[Ἄρης]]» <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εντομο</i>-[[κτόνος]], <i>ζωο</i>-[[κτόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A slaying by woman's hand, Ἄρης θ. Id.Pr.860.
German (Pape)
[Seite 1207] Ἄρης, durch Weiber mordend, Aesch. Prom. 862.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυκτόνος: -ον, ὁ διὰ γυναικείας χειρὸς φονεύων, Ἄρης θ. Αἰσχύλ. Πρ. 860.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue par la main d’une femme.
Étymologie: θῆλυς, κτείνω.
Greek Monolingual
θηλυκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει με χέρι γυναίκας («θηλυκτόνος Ἄρης» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. εντομο-κτόνος, ζωο-κτόνος.