θλάσπι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_21)
 
(17)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θλάσπι''': τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 2. 186.
|lstext='''θλάσπι''': τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 2. 186.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[θλάσπι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] καππαρώδη, [[οικογένεια]] βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βοτάνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[θλάσπις]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θλάσπι: τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 2. 186.

Greek Monolingual

το (Α θλάσπι)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη καππαρώδη, οικογένεια βρασσικίδες
αρχ.
είδος βοτάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θλάσπις.