θυσιάζω: Difference between revisions
Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.
(eksahir) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[realizar un sacrificio]] | |esgtx=[[realizar un sacrificio]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[θυσιάζω]]) [[θυσία]]<br />[[προσφέρω]] [[κάτι]] ως [[θυσία]] («ο Αγαμέμνων θυσίασε την Ιφιγένεια στην Άρτεμι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> στερούμαι οικειοθελώς [[κάτι]] για [[χάρη]] κάποιου άλλου<br /><b>2.</b> [[πουλώ]] τόσο φθηνά σαν να [[χαρίζω]] [[κάτι]] («πες πως θυσίασα το [[κτήμα]] και όχι πως το πούλησα»)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>θυσιάζομαι</i><br />α) [[είμαι]] [[έτοιμος]] να υποστώ [[χωρίς]] [[ιδιοτέλεια]] τα [[πάντα]] για [[χάρη]] κάποιου άλλου<br />β) [[πεθαίνω]] για κάποιο σκοπό («θυσιάστηκε για την [[πατρίδα]]»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
A sacrifice, μῆλα Strato Com.1.21; θυσίαν, θυσίασμα, LXX 2 Ch.7.5, 2 Es.6.3; ὑπέρ τινος dub. l. in Lys.6.4; ὑπὲρ τοῦ δήμου OGI339.36 (Sestos, ii B.C.); τῷ Διὶ ὑπὲρ τῶν πλοϊζομένων ib.199.36 (Adule); θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν D.S.4.3: abs., LXX 1 Ch.21.28, al., IG3.74.16, etc.: θυσιάζουσαι, αἱ, title of mime by Herodas.
German (Pape)
[Seite 1228] opfern; μῆλα Strato bei Ath. VIII, 382 e; ἱερεῖα Luc. Hermot. 57; a. Sp., wie D. Sic. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
θῠσιάζω: μέλλ. -άσω, ὡς τὸ θύω, ὡς καὶ νῦν, βοῦν, μῆλα Στράτων παρ’ Ἀθην. 382Ε· ὑπέρ τινος Λυσ. 103. 31. 2) θ. τινί, προσφέρω ὡς θυσίαν εἴς τινα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b· τινὶ ὑπέρ τινος 5127Β. 37· θ. τῷ θεῷ καὶ βακχεύειν Διόδ. 4. 3. 3) μετ’ αἰτ., τοὺς... βωμοὺς θ., θυσιάζω ἐπὶ τῶν β., ὁ αὐτ. ἐν τοῖς Ἀποσπ. 602. 40.
French (Bailly abrégé)
offrir un sacrifice.
Étymologie: θυσία.
Spanish
Greek Monolingual
(ΑΜ θυσιάζω) θυσία
προσφέρω κάτι ως θυσία («ο Αγαμέμνων θυσίασε την Ιφιγένεια στην Άρτεμι»)
νεοελλ.
1. στερούμαι οικειοθελώς κάτι για χάρη κάποιου άλλου
2. πουλώ τόσο φθηνά σαν να χαρίζω κάτι («πες πως θυσίασα το κτήμα και όχι πως το πούλησα»)
3. μέσ. θυσιάζομαι
α) είμαι έτοιμος να υποστώ χωρίς ιδιοτέλεια τα πάντα για χάρη κάποιου άλλου
β) πεθαίνω για κάποιο σκοπό («θυσιάστηκε για την πατρίδα»).