κακίζω: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> adresser des reproches à qqn, accuser : τινα [[ὅτι]] blâmer qqn de ce que, adresser à qqn l’accusation que;<br /><b>2</b> maltraiter : κακίζεσθαι [[τύχη]] THC être vaincu par la fortune;<br /><b>3</b> rendre lâche, affaiblir le courage <i>ou</i> la résolution de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κακίζομαι se conduire en lâche.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]]. | |btext=<b>1</b> adresser des reproches à qqn, accuser : τινα [[ὅτι]] blâmer qqn de ce que, adresser à qqn l’accusation que;<br /><b>2</b> maltraiter : κακίζεσθαι [[τύχη]] THC être vaincu par la fortune;<br /><b>3</b> rendre lâche, affaiblir le courage <i>ou</i> la résolution de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κακίζομαι se conduire en lâche.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[κακίζω]]) [[κακός]]<br />[[κατηγορώ]], [[επιπλήττω]], [[κατακρίνω]] κάποιον («τον κακίζουν λόγω της συμπεριφοράς του»)<br /><b>μσν.</b><br />οργίζομαι, [[κακιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον δειλό<br /><b>2.</b> φέρομαι άνανδρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κακίζομαι [[τύχη]]» — βλάπτομαι μόνο από την [[τύχη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
(κακός)
A abuse, reproach, τινα Hdt.3.145, D.34.2; κ. τινὰ ὅτι οὐκ . . Th.2.21; νουθετεῖν τε καὶ κ. Pl.R.560a; τὴν τύχην κ. D.18.306, cf. 21.73: abs., Epicur.Nat.28.12, 72 G.:—Pass., to be reproached, ὑπό τινος Th.1.105. II make cowardly, E.IA1435:—Pass., play the coward, οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα Il.24.214; καὶ μὴ κακισθῇς E. Med.1246, cf. El.982, Pl.Mx.247c; κακιζόμενοι τύχῃ worsted by fortune alone, Th.5.75.
German (Pape)
[Seite 1298] schlecht machen, tadeln, schelten; λοιδορέων τε καὶ κακίζων μιν Her. 3, 145; ἐκάκιζον, ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγοι Thuc. 2, 21; pass. geschmäht werden, 1, 105; πολλά τινα Plat. Phaedr. 254 c; καὶ νουθετεῖν Rep. VIII, 560 a; τὴν τύχην Dem. 18, 306; Sp. – Pass. sich schlecht zeigen, bes. feig handeln, οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα, ἀλλὰ πρὸ Τρώων ἑσταότα Il. 24, 214; μὴ κακισθῇς, sei nicht feige, Eur. Med. 1246; οὐ μ ὴ κακισθεὶς εἰς ἀνανδρίαν πέσῃς El. 977; Plat. Menex. 247 c; τύχῃ κακιζόμενοι Thuc. 5, 75. – Adj. verb. κακιστέον, Eur. I. T. 105.
Greek (Liddell-Scott)
κακίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, (κακὸς) ὀνειδίζω, κατηγορῶ, τινα Ἡρόδ. 3. 145, Δημ. 907. 12· κακ. τινὰ ὅτι οὐκ... Θουκ. 2. 21· κακ. καὶ νουθετεῖν Πλάτ. Πολ. 560Α· τὴν τύχην κακ. Δημ. 327. 22, πρβλ. 538. 12: ― Παθ., ὀνειδίζομαι, κακολογοῦμαι, ὑπό τινος Θουκ. 1. 105. ΙΙ. κάμνω τινὰ δειλόν, Εὐρ. Ι.Α. 1435: ― Παθ., φέρομαι ὡς δειλός, οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα Ἰλ. Ω. 214· οὕτω, καὶ μὴ κακισθῇς Εὐρ. Μήδ. 1246, πρβλ. Ἠλ. 982, Πλάτ. Μενέξ. 247C· κακίζεσθαι τύχῃ, βλάπτεσθαι μόνον ὑπὸ τῆς τύχης, Θουκ. 5. 75.
French (Bailly abrégé)
1 adresser des reproches à qqn, accuser : τινα ὅτι blâmer qqn de ce que, adresser à qqn l’accusation que;
2 maltraiter : κακίζεσθαι τύχη THC être vaincu par la fortune;
3 rendre lâche, affaiblir le courage ou la résolution de, acc.;
Moy. κακίζομαι se conduire en lâche.
Étymologie: κακός.
Greek Monolingual
(AM κακίζω) κακός
κατηγορώ, επιπλήττω, κατακρίνω κάποιον («τον κακίζουν λόγω της συμπεριφοράς του»)
μσν.
οργίζομαι, κακιώνω
αρχ.
1. κάνω κάποιον δειλό
2. φέρομαι άνανδρα
3. φρ. «κακίζομαι τύχη» — βλάπτομαι μόνο από την τύχη.