κακόνοια: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />malveillance, hostilité.<br />'''Étymologie:''' [[κακόνοος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />malveillance, hostilité.<br />'''Étymologie:''' [[κακόνοος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[κακόνοια]]) [[κακόνους]]<br /><b>1.</b> [[δυσμένεια]], [[εχθρότητα]], εχθρική [[διάθεση]] («οὐ γὰρ κακονοίᾳ τῆ σῆ τοῡτο ποιεῑ, ἀλλ' ἀγνοίᾳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[δυστροπία]], [[στρεβλότητα]] χαρακτήρα, [[κακοτροπία]], [[αναποδιά]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόνοια Medium diacritics: κακόνοια Low diacritics: κακόνοια Capitals: ΚΑΚΟΝΟΙΑ
Transliteration A: kakónoia Transliteration B: kakonoia Transliteration C: kakonoia Beta Code: kako/noia

English (LSJ)

ἡ,

   A ill-will, malice, opp. εὔνοια, Lys.22.16, X.An.7.7.45, Cyr.3.1.38, D.21.204, Ph.2.120, al.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, üble Gesinnung, Feindschaft; καὶ πανουργία Lys. 22, 16; Xen. Cyr. 3, 1, 38; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακόνοια: ἡ, τὸ κακῶς διακεῖσθαί τινι, δυσμένεια, ἀντίθετον τῷ εὔνοια, Λυσ. 165. 33, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46, Κύρ. 3. 1, 38, Δημ. 243. 19., 580. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
malveillance, hostilité.
Étymologie: κακόνοος.

Greek Monolingual

η (AM κακόνοια) κακόνους
1. δυσμένεια, εχθρότητα, εχθρική διάθεση («οὐ γὰρ κακονοίᾳ τῆ σῆ τοῡτο ποιεῑ, ἀλλ' ἀγνοίᾳ», Ξεν.)
2. δυστροπία, στρεβλότητα χαρακτήρα, κακοτροπία, αναποδιά.