καλλιρρημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />parole facile, volubilité de parole.<br />'''Étymologie:''' [[καλλιρρήμων]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />parole facile, volubilité de parole.<br />'''Étymologie:''' [[καλλιρρήμων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλλιρρημοσύνη]], ἡ (Α) [[καλλιρρήμων]]<br /><b>1.</b> η [[κομψότητα]] του λόγου, η [[καλλιέπεια]]<br /><b>2.</b> η αλαζονική [[γλώσσα]], η [[κομπορρημοσύνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A elegance of language, D.H.Th.23, Luc.JTr. 27. II braggart language, Id.DDeor.21.2.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιρρημοσύνη: ἡ, γλαφυρότης γλώσσης, καλλιέπεια, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 23, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 27. ΙΙ. γλῶσσα ἀλαζονική, μεγαλορρημοσύνη, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 21. 2.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
parole facile, volubilité de parole.
Étymologie: καλλιρρήμων.
Greek Monolingual
καλλιρρημοσύνη, ἡ (Α) καλλιρρήμων
1. η κομψότητα του λόγου, η καλλιέπεια
2. η αλαζονική γλώσσα, η κομπορρημοσύνη.