κατόπιν: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> derrière ; en arrière de, gén.;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> après, ensuite.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὄψ]]. | |btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> <i>avec idée de lieu</i> derrière ; en arrière de, gén.;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> après, ensuite.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὄψ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και κατόπι (ΑΜ [[κατόπιν]], Μ και κατόπι)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> <b>τοπ.</b> [[έπειτα]] από κάποιον [[άλλο]] στη [[σειρά]] (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν [[κατόπιν]] αὐτῶν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>χρον.</b> ύστερα από [[κάτι]], ακολούθως, [[μετά]] (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω [[κατόπιν]]» β. «εὐθὺς [[κατόπιν]]», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[δήλωση]] αιτίας) λόγω κάποιας αιτίας ή αφορμής («[[κατόπιν]] της δολοφονίας του πρωθυπουργού προκηρύσσονται εκλογές»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μέ πήρε (σ)το κατόπι» — έρχεται από [[πίσω]] μου, μέ παρακολουθεί<br />β) «[[κατόπιν]] εορτής» — [[μετά]] τα γεγονότα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>οπι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ὄπι</i>-<i>σθεν</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ν</i> (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (v. ὄπις)
A behind, after, Hp.Mul.1.12, Th.4.32, X.Cyr. 1.4.21: c.gen., Ar.Eq.625, Pl.Prt.316a; κ. ἐπὶ τῷ στόλῳ Plb.1.50.5; ἐκ τῶν κ. Id.2.67.2: metaph., κ. χωρεῖν τῶν εἰργασμένων fall short of, fail in describing, Chor.p.23 B. II of Time, after, hereafter, f.l. in Thgn.280; εὐθὺς κ. Thphr.HP7.13.7; κ. ἑορτῆς ἥκομεν 'too late for the fair', Pl.Grg.447a; ἡ κ. [ἡμέρα] Plb.1.46.7, Phld.Ind.Sto.19; ὁ κ. ἐνιαυτός Plu.Cam.43; σε μένει καὶ κ. δάκρυα AP9.70 (Mnasalc.).
German (Pape)
[Seite 1404] = Folgdm, nach Moeris attisch für das hellenistische ὄπισθεν; Theogn. 280; Hippocr.; κατόπιν τούτους ἐδίωκον Xen. Cyr. 1, 4, 21; öfter bei Pol. u. Sp.; – τινός, Ar. Equ. 625; Plat. Prot. 316 a; Plut. Camill. 34 u. Sp.; ἡμέραν τῆς μάχης τὴν κατόπιν D. Hal. 3, 22; vgl. Pol. 1, 46, 7.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 avec idée de lieu derrière ; en arrière de, gén.;
2 avec idée de temps après, ensuite.
Étymologie: κατά, ὄψ.
Greek Monolingual
και κατόπι (ΑΜ κατόπιν, Μ και κατόπι)
επίρρ.
1. τοπ. έπειτα από κάποιον άλλο στη σειρά (α. «έρχεται κατόπι μου» β. «ἵδρυσε τὴν στρατιάν κατόπιν αὐτῶν», Πλούτ.)
2. χρον. ύστερα από κάτι, ακολούθως, μετά (α. «πήγαινε και εγώ θα έλθω κατόπιν» β. «εὐθὺς κατόπιν», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (για δήλωση αιτίας) λόγω κάποιας αιτίας ή αφορμής («κατόπιν της δολοφονίας του πρωθυπουργού προκηρύσσονται εκλογές»)
2. φρ. α) «μέ πήρε (σ)το κατόπι» — έρχεται από πίσω μου, μέ παρακολουθεί
β) «κατόπιν εορτής» — μετά τα γεγονότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θ. οπι- (πρβλ. ὄπι-σθεν) + -ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.].