κνίσμα: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> rognure, raclure;<br /><b>2</b> égratignure ; <i>fig.</i> pique, brouille passagère, querelle futile.<br />'''Étymologie:''' [[κνίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> rognure, raclure;<br /><b>2</b> égratignure ; <i>fig.</i> pique, brouille passagère, querelle futile.<br />'''Étymologie:''' [[κνίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κνίσμα]], τὸ (Α) [[κνίζω]]<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ κνίσματα</i><br />α) αμυχές, γρατσουνίσματα («μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει;» <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) <b>μτφ.</b> έριδες, τσακωμοί<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> εξοργισμός, [[εξερεθισμός]]<br /><b>3.</b> [[θραύσμα]], [[τρίμμα]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίσμα Medium diacritics: κνίσμα Low diacritics: κνίσμα Capitals: ΚΝΙΣΜΑ
Transliteration A: knísma Transliteration B: knisma Transliteration C: knisma Beta Code: kni/sma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A scratches, μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει; AP 12.67; μή σε [κν] ισμάτων [γεύσω] dub. in Herod.9.4: metaph., irritation, Phld.Lib.p.16 O.; of lovers' quarrels, AP7.219 (Pomp. Jun.).

German (Pape)

[Seite 1461] τό, das Reizen, der Reiz zur Liebe, eigtl. Neckereien u. Anreizungen der Verliebten unter einander durch Kneipen u. Zwicken; τὰ ποθούντων κνίσματα Pompei. 2 (VII, 219); neben φίλημα Strat. 51 (XII, 309); κνίσματα ὄνυξιν ἔχειν Ep. ad. 6 (XII, 67), u. öfter in der Anth.; – das Abgekniffene, Abgebrochene, der Brocken, κνίσματα καὶ περιτμήματα τῶν λόγων Plat. Hipp. mai. 304 a.

Greek (Liddell-Scott)

κνίσμα: τό, (κνίζω) ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, μικρὰ τεμάχια, «κομματάκια», μή που κνίσματ’ ὄνυξιν ἔχει; Ἀνθ. Π. 12. 67˙ ἐντεῦθεν μεταφορ., ἐπὶ τῶν ἢ ἐρίδων τῶν ἐρώντων, τὰ ποθεύντων κνίσματα αὐτόθι 7. 129, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 rognure, raclure;
2 égratignure ; fig. pique, brouille passagère, querelle futile.
Étymologie: κνίζω.

Greek Monolingual

κνίσμα, τὸ (Α) κνίζω
1. στον πληθ. τὰ κνίσματα
α) αμυχές, γρατσουνίσματα («μή που κνίσματ' ὄνυξιν ἔχει;» Ανθ. Παλ.)
β) μτφ. έριδες, τσακωμοί
2. μτφ. εξοργισμός, εξερεθισμός
3. θραύσμα, τρίμμα.