κοροπλάθος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />fabricant de poupées <i>ou</i> de figurines en cire, en plâtre, en terre, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[κόρη]], [[πλάσσω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />fabricant de poupées <i>ou</i> de figurines en cire, en plâtre, en terre, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[κόρη]], [[πλάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κοροπλάθος]])<br />ο [[κατασκευαστής]] πήλινων ή κέρινων αγαλματιδίων, [[συνήθως]] κορών («τοῑς ὑπὸ τῶν κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόρη]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλάθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λογο</i>-[[πλάθος]], <i>πηλο</i>-[[πλάθος]]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοροπλάθος Medium diacritics: κοροπλάθος Low diacritics: κοροπλάθος Capitals: ΚΟΡΟΠΛΑΘΟΣ
Transliteration A: koropláthos Transliteration B: koroplathos Transliteration C: koroplathos Beta Code: koropla/qos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A modeller of small figures, imagemaker, Pl.Tht.147b, Isoc.15.2, Luc.Lex.22; name of a play by Antiphanes: —in Hellenistic Gr. κορο-πλάστης, ου, ὁ, EM530.11, Moer. p.234 P.

Greek (Liddell-Scott)

κοροπλάθος: -ον, ὁ πλάτων προπλάσματα ἀγαλματίων ἢ πλαγγόνων, εἰδωλοποιός, Πλάτ. Θεαίτ. 147Β, Λουκ. Λεξιφ. 22· ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀντιφάνους· ― παρ’ Ἑλληνισταῖς κορο-πλάστης, Ἐτυμολ. Μέγ. καὶ Μοῖρις ἐν λέξ.· ― πρβλ. ἰνοπλάθος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fabricant de poupées ou de figurines en cire, en plâtre, en terre, etc.
Étymologie: κόρη, πλάσσω.

Greek Monolingual

ο (Α κοροπλάθος)
ο κατασκευαστής πήλινων ή κέρινων αγαλματιδίων, συνήθως κορών («τοῑς ὑπὸ τῶν κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογο-πλάθος, πηλο-πλάθος].