κοπίζω: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(6_13a) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοπίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[κόπις]], ὁ,) ψευδολογῶ, [[ψεύδομαι]], Ἡσύχ. | |lstext='''κοπίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[κόπις]], ὁ,) ψευδολογῶ, [[ψεύδομαι]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κοπίζω]] (Α) [[κόπις]] (ΙΙ)] <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ψευδολογώ]], [[λέγω]] ψέματα.———————— <b>(II)</b><br />[[κοπίζω]] (Α) [[κοπίς]]<br />[[εορτάζω]] την [[κοπίδα]], δηλ. την [[εορτή]] που τελούσαν οι Σπαρτιάτες [[προς]] τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), (κόπις A)
A talk idly, lie, Hsch.
κοπίζω (B),
A celebrate the κοπίς (κοπίς (B) 11), Ath.4.138f.
German (Pape)
[Seite 1482] (ἡ κοπίς), die lacedämonische Festmahlzeit κοπίς feiern, mitschmausen, Ath. IV, 138 f. (ὁ κόπις), windbeuteln, lügen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κοπίζω: μέλλ. -ίσω, (κόπις, ὁ,) ψευδολογῶ, ψεύδομαι, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
κοπίζω (Α) κόπις (ΙΙ)] (κατά τον Ησύχ.) ψευδολογώ, λέγω ψέματα.———————— (II)
κοπίζω (Α) κοπίς
εορτάζω την κοπίδα, δηλ. την εορτή που τελούσαν οι Σπαρτιάτες προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.