κτηνίατρος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(6_15) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτηνίατρος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν ἰατρὸς κτηνῶν, Γλωσσ. | |lstext='''κτηνίατρος''': ὁ, ὡς καὶ νῦν ἰατρὸς κτηνῶν, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Μ [[κτηνίατρος]])<br /><b>1.</b> [[ειδικός]] [[γιατρός]] που θεραπεύει τις ασθένειες τών κτηνών, που φροντίζει για την [[υγεία]] τών ζώων<br /><b>2.</b> [[αξιωματικός]] του κτηνιατρικού κλάδου με βαθμό λοχαγού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆνος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἰατρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A cattle-doctor, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1519] ὁ, Vieharzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κτηνίατρος: ὁ, ὡς καὶ νῦν ἰατρὸς κτηνῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Μ κτηνίατρος)
1. ειδικός γιατρός που θεραπεύει τις ασθένειες τών κτηνών, που φροντίζει για την υγεία τών ζώων
2. αξιωματικός του κτηνιατρικού κλάδου με βαθμό λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + ἰατρός.