κύφων: Difference between revisions
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ) :<br />morceau de bois courbé <i>ou</i> arrondi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> manche de charrue;<br /><b>2</b> carcan ; <i>fig.</i> coquin, misérable.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυφός]]. | |btext=ωνος (ὁ) :<br />morceau de bois courbé <i>ou</i> arrondi, <i>d’où</i><br /><b>1</b> manche de charrue;<br /><b>2</b> carcan ; <i>fig.</i> coquin, misérable.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυφός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κύφων]], -ωνος) [[κυφός]]<br />[[είδος]] ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε [[ακινησία]] το [[κεφάλι]] ή ο [[αυχένας]] ή άλλα [[μέλη]] του σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κυρτόξυλο, και ειδικά ο [[κυρτός]] [[ζυγός]] του αρότρου<br /><b>2.</b> [[κακούργος]] («ἀπατεῶνα γόητα ἐπίορκον ὄλεθρον κύφωνα [[βάραθρον]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ευτελής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] γυναικείου ενδύματος<br /><b>5.</b> <b>αρχιτ.</b> κυρτωμένη [[δοκός]]<br /><b>6.</b> [[μέρος]] υδραυλικού τροχού<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κύφωνες</i><br />οι [[επάνω]] ράβδοι τών δύο πλάγιων πλευρών άρματος<br /><b>8.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κύφων]]<br />[[συνάγχη]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ, (κυφός)
A crooked piece of wood, bent yoke of the plough, Thgn.1201: κύφωνες, οἱ, two bars in the frame of a chariot, Poll.1.143. II pillory, ἐν τῷ κ. αὐχένα ἔχειν Cratin.115, cf. Ar. Pl.476, 606; δεθῆναι ἐν τῷ κ. Arist.Pol.1306b2; μαστιγούσθω ἐν τῷ κ. OGI483.177 (Pergam.). 2 one who has had his neck in the pillory, knave, Archil.178, Luc.Pseudol.17. III part of a woman's dress, Posidipp.44. IV Archit., curved beam, IG42(1).102.224, al. (Epid., iv B.C.). V part of a water-wheel, PLond.3.1177.213 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1539] ωνος, ὁ, das krummgebogene Holz; – a) zum Ziehen des Pfluges, Joch, Theogn. 1201; von einem andern Theile des Wagens, Poll. 1, 143, κυφῶνες. – b) zum Krummschließen u. Foltern der Missethäter, Nackenholz, vgl. Poll. 10, 177, wo er aus Cratin. anführt ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων; Ar. sagt ὦ τύμπανα καὶ κύφωνες οὐκ ἀρήξετε Plut. 476, vgl. 606 εἶμι δὲ ποῖ γῆς; – ἐς τὸν κύφωνα, in den Block; δεθῆναι ἐν τῷ κύφωνι ἐν τῇ ἀγορᾷ Arist. pol. 5, 6; bei Luc. Necyom. 14 sind vrbdn στρέβλαι καὶ κύφωνες καὶ τροχοί – Dah. auch ein Mensch, der diese Strafe verdient hat, Archil. bei Schol. Ar. a. a. O. u. VLL. – Nach Phot. auch ein Frauenkleid.
Greek (Liddell-Scott)
κύφων: -ωνος, (ἢ κυφών, ῶνος), ὁ, (κῡφὸς) ξύλον κεκυρτωμένον, ὁ κυρτὸς ζυγὸς τοῦ ἀρότρου, Θέογν. 1201· κυφῶνες, ὡσαύτως, «τῶν δύο πλαγίων πλευρῶν (ἅρματος) αἱ ἐπάνω ῥάβδοι, αἱ ἕως κάτω τείνουσαι, κυφῶνες» Πολυδ. Α΄., 143. ΙΙ. εἶδος κολαστηρίου ξυλίνου δεσμοῦ, ἐν ᾧ ἐνεκλείετο ὁ αὐχὴν τῶν τιμωρουμένων δούλων καὶ καταδίκων, ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 476, 606· δεθῆναι ἐν τῷ κ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 15. 2) ὁ διατελέσας ἐν τοιαύτῃ τιμωρίᾳ, κακὸς καὶ ὀλέθριος, κακοῦργος, Λατ. furcifer, Ἀρχίλ. 166, Λουκ. Ψευδολογιστ. 17. ΙΙΙ. μέρος τοῦ γυναικείου ἱματισμοῦ, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 16.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
morceau de bois courbé ou arrondi, d’où
1 manche de charrue;
2 carcan ; fig. coquin, misérable.
Étymologie: cf. κυφός.
Greek Monolingual
ο (Α κύφων, -ωνος) κυφός
είδος ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε ακινησία το κεφάλι ή ο αυχένας ή άλλα μέλη του σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κυρτόξυλο, και ειδικά ο κυρτός ζυγός του αρότρου
2. κακούργος («ἀπατεῶνα γόητα ἐπίορκον ὄλεθρον κύφωνα βάραθρον», Λουκιαν.)
3. ευτελής άνθρωπος
4. είδος γυναικείου ενδύματος
5. αρχιτ. κυρτωμένη δοκός
6. μέρος υδραυλικού τροχού
7. στον πληθ. οἱ κύφωνες
οι επάνω ράβδοι τών δύο πλάγιων πλευρών άρματος
8. (κατά τον Ησύχ.) «κύφων
συνάγχη».