μετέπειτα: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(T22) |
(25) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=adverb, from [[Homer]] [[down]], afterward, [[after]] [[that]]: 3 Maccabees 3:24.) | |txtha=adverb, from [[Homer]] [[down]], afterward, [[after]] [[that]]: 3 Maccabees 3:24.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[μετέπειτα]], Α ιων. τ. μετέπειτεν)<br /><b>επίρρ.</b> [[κατόπιν]], αργότερα, ακολούθως («καὶ [[μετέπειτα]], θέλων κληρονομήσαι τὴν εὐλογίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με άρθρ. ως [[επίθετο]]) <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το [[μετέπειτα]]<br />αυτός που ακολουθεί, ο [[κατοπινός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <i>οι [[μετέπειτα]]<br />οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔπειτα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A afterwards, thereafter, Il.14.310, Od.10.519, al., Hdt.1.25, 3.36, 7.7, 197: rare in early Prose, ὁ μ. χρόνος Pl.Ep.353c, cf. Arist.EN1175a9; later, OGI177.14 (Egypt, i B. C.), LXX Ju.9.5, 3 Ma.3.24, Ep.Hebr.12.17.
German (Pape)
[Seite 158] nachher, hinterdrein, πρῶτα–, μετέπειτα δέ, Od. 10, 519 u. öfter; Her. 1, 25. 7, 7; τὸν μετέπειτα χρόνον, Plat. Ep. VIII, 353 c u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετέπειτα: ἐπίρρ., μετὰ ταῦτα, κατόπιν, Ἰλ. Ξ. 310 (ἔνθα ἴδε τὸν Spitzn.), Ὀδ. Κ. 519, κ. ἀλλ.· - παρ’ Ἡροδ. (1. 25., 3. 36., 7. 7, 197) πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ὁ Ἰων. τύπος, μετέπειτεν. - Οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. εἰμὴ ἐν Ἐπιστολ. Πλάτ. 353C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 6.
French (Bailly abrégé)
adv.
plus tard, dans la suite.
Étymologie: μετά, ἔπειτα.
English (Autenrieth)
afterward.
English (Strong)
from μετά and ἔπειτα; thereafter: afterward.
English (Thayer)
adverb, from Homer down, afterward, after that: 3 Maccabees 3:24.)
Greek Monolingual
(ΑΜ μετέπειτα, Α ιων. τ. μετέπειτεν)
επίρρ. κατόπιν, αργότερα, ακολούθως («καὶ μετέπειτα, θέλων κληρονομήσαι τὴν εὐλογίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (συν. με άρθρ. ως επίθετο) ο, η, το μετέπειτα
αυτός που ακολουθεί, ο κατοπινός
2. φρ. οι μετέπειτα
οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἔπειτα.