μέτηλυς: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(6_22) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέτηλῠς''': -ῠδος, ὁ καὶ ἡ, ([[μετέρχομαι]], μετήλυθον) ὁ μεταβαίνων ἐκ τόπου τινὸς εἰς ἕτερον, Τρυφιόδ. 133. 352· ὁ ἐν ξένῳ τόπῳ ἐγκαθιστῶν ἑαυτόν, [[μέτοικος]], Διον. Π. 689· πρβλ. [[μέτοικος]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ μεταβαλλόμενος, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Νόνν. Δ. 12. 365, πρβλ. 10. 241. | |lstext='''μέτηλῠς''': -ῠδος, ὁ καὶ ἡ, ([[μετέρχομαι]], μετήλυθον) ὁ μεταβαίνων ἐκ τόπου τινὸς εἰς ἕτερον, Τρυφιόδ. 133. 352· ὁ ἐν ξένῳ τόπῳ ἐγκαθιστῶν ἑαυτόν, [[μέτοικος]], Διον. Π. 689· πρβλ. [[μέτοικος]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ μεταβαλλόμενος, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Νόνν. Δ. 12. 365, πρβλ. 10. 241. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μέτηλυς]], -υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που μεταβαίνει από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που εγκαθίσταται σε [[ξένο]] [[τόπο]], [[μέτοικος]] («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.)<br /><b>αρχ.</b><br />(και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει [[θέση]] («[[μέτηλυς]] [[ὀμφητήρ]]», Τρυφιόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i>- μηδενισμένη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>- του [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]»). Το -<i>η</i>- του -<i>ηλυς</i> [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έπ</i>-<i>ηλυς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ῠδος, ὁ, ἡ, (μετέρχομαι, μετήλυθον)
A one who passes from one place to another, foreign settler, PFlor.322.20, al. (iii A.D.), D.P. 689; μετήλυδες Ὠκεανοῖο, of cranes, Tryph.352. II as Adj., μ. ὀμφητήρ Id.133; changing, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, of a dancer, Nonn.D.10.241, 12.365.
German (Pape)
[Seite 160] υδος, ὁ, der einwandernde Fremdling, Tryph. 133. 352; Ansiedler, wie μέτοικος, Αἰγύπτοιο, D. Per. 689.
Greek (Liddell-Scott)
μέτηλῠς: -ῠδος, ὁ καὶ ἡ, (μετέρχομαι, μετήλυθον) ὁ μεταβαίνων ἐκ τόπου τινὸς εἰς ἕτερον, Τρυφιόδ. 133. 352· ὁ ἐν ξένῳ τόπῳ ἐγκαθιστῶν ἑαυτόν, μέτοικος, Διον. Π. 689· πρβλ. μέτοικος. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ μεταβαλλόμενος, μετήλυδα ταρσὸν ἀμείβων, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Νόνν. Δ. 12. 365, πρβλ. 10. 241.
Greek Monolingual
μέτηλυς, -υδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
1. αυτός που μεταβαίνει από έναν τόπο σε άλλο
2. αυτός που εγκαθίσταται σε ξένο τόπο, μέτοικος («Κόλχοι ναιετάουσι, μετήλυδες Αἰγύπτοιο», Διον. Περ.)
αρχ.
(και ως επίθ.) αυτός που εναλλάσσεται, που αλλάζει θέση («μέτηλυς ὀμφητήρ», Τρυφιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ηλυς (< θ. ελυθ- μηδενισμένη μεταπτωτική βαθμίδα της ρίζας ελευθ- του ἐλεύθω «έρχομαι»). Το -η- του -ηλυς είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. έπ-ηλυς)].