λεπτόπρυμνος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(6_16)
(23)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτόπρυμνος''': -ον, ἐπὶ πλοίου, ἔχων λεπτὴν πρύμναν, νῆα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη Βακχυλ. 16. 119 (ἔκδ. Blass).
|lstext='''λεπτόπρυμνος''': -ον, ἐπὶ πλοίου, ἔχων λεπτὴν πρύμναν, νῆα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη Βακχυλ. 16. 119 (ἔκδ. Blass).
}}
{{grml
|mltxt=[[λεπτόπρυμνος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει λεπτή, κομψή [[πρύμνη]] («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρυμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>πρυμνος</i>, [[ταχύ]]-<i>πρυμνος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόπρυμνος Medium diacritics: λεπτόπρυμνος Low diacritics: λεπτόπρυμνος Capitals: ΛΕΠΤΟΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: leptóprymnos Transliteration B: leptoprymnos Transliteration C: leptoprymnos Beta Code: lepto/prumnos

English (LSJ)

ον,

   A with slender stern, ναῦς B.16.119.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόπρυμνος: -ον, ἐπὶ πλοίου, ἔχων λεπτὴν πρύμναν, νῆα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη Βακχυλ. 16. 119 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

λεπτόπρυμνος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει λεπτή, κομψή πρύμνη («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εύ-πρυμνος, ταχύ-πρυμνος].