μελεδήμων: Difference between revisions

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui prend soin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μελεδαίνω]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui prend soin de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μελεδαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μελεδήμων]], -ον (Α)<br />αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει [[επιμέλεια]] για [[κάτι]], [[επιμελής]] (α. «[[μελεδήμων]] ἔργων», Εμπεδ.<br />β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελεδαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήμων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ειδ</i>-[[ήμων]], <i>νο</i>-[[ήμων]])].
}}
}}

Revision as of 07:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελεδήμων Medium diacritics: μελεδήμων Low diacritics: μελεδήμων Capitals: ΜΕΛΕΔΗΜΩΝ
Transliteration A: meledḗmōn Transliteration B: meledēmōn Transliteration C: meledimon Beta Code: meledh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A careful, c. gen., ἔργων Emp.112.2; μ. κερκίδα πέπλων AP 6.39 (Arch.); δόμων φυλακὰν μ. ib.7.425 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 121] ον, sorgend, besorgend; δόμων φύλαξ, Antp. Sid. 88 (VII, 425); πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων, Archi. 1 (VI, 39); auch ἀγαθῶν μελεδήμονες ἔργων, Empedocl. ep. (IX, 569).

Greek (Liddell-Scott)

μελεδήμων: -ον, ἐπιμελής, πολυάσχολος, κερκὶς αὐτόθι 6. 39, πρβλ. 7. 425· μετὰ γεν., ὁ φροντίζων περί τινος, ἔργων Ἐμπεδ. 398.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui prend soin de, gén..
Étymologie: μελεδαίνω.

Greek Monolingual

μελεδήμων, -ον (Α)
αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει επιμέλεια για κάτι, επιμελής (α. «μελεδήμων ἔργων», Εμπεδ.
β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ειδ-ήμων, νο-ήμων)].