μισθουργός: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισθουργός''': ὁ, [[ἐργάτης]] [[μισθωτός]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λάτρις]]. | |lstext='''μισθουργός''': ὁ, [[ἐργάτης]] [[μισθωτός]], Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λάτρις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μισθουργός]], ὁ (Α)<br />ο εργαζόμενος με [[μισθό]], ο [[μισθωτής]] [[εργάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαχαιρ</i>-<i>ουργός</i>, <i>στιχ</i>-<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A hired workman, Hsch. s.v. λάτρις.
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, Lohnarbeiter, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μισθουργός: ὁ, ἐργάτης μισθωτός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λάτρις.
Greek Monolingual
μισθουργός, ὁ (Α)
ο εργαζόμενος με μισθό, ο μισθωτής εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός, στιχ-ουργός].