μύλλος: Difference between revisions
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />mulet, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. douteuse, pê [[μέλας]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />mulet, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. douteuse, pê [[μέλας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μύλλος]], ὁ (Α)<br />το [[ψάρι]] [[μυλοκόπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με το επίθ. [[μέλος]]. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη [[μορφή]] <i>mullus</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, an edible sea-fish, prob.
A Sciaena umbra, Ar.Fr.414, Ephipp.12.4; brought salted from the Black Sea, Gal.6.729,747; a similar fish found in the Danube, Ael.NA14.23; cf. μύλος 11, πλατίστακος.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, ein Meerfisch, mullus, der eingesalzen vom schwarzen Meere kam, sich auch in der Donau fand, Ath. III, 118 b XIV, 647 a Ael. H. A. 24, 23; bei Opp. Hal. 1, 130 μύλος. τό, dasselbe, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
μύλλος: ὁ, ἐδώδιμος ἰχθὺς θαλάσσιος διάφορος τοῦ Λατ. mullus, κοινῶς μυλοκόπι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 365, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1. 4· ἐκομίζετο παστὸς ἐκ τοῦ Εὐξείνου πόντου, Γαλην. περὶ τροφῶν δυνάμ. 3, ἴδε Ξεν. κ. Γαλην. περὶ τῆς ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ. σ. 36, 42, 43, 57, 167, 201, ἔκδ. Κοραῆ, ἀλλ’ εὑρίσκετο καὶ ἐν τῷ Δουνάβει, Αἰλ. π. Ζ. 14. 23· μύλος [ῠ] ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 130· ὅτε δὲ ἦτο μέγας, λέγεται ὅτι ἐκαλεῖτο πλατίστακος, πρβλ. Δωρίωνα παρ’ Ἀθην. 118C, D.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
mulet, poisson.
Étymologie: DELG étym. douteuse, pê μέλας.
Greek Monolingual
μύλλος, ὁ (Α)
το ψάρι μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με το επίθ. μέλος. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή mullus].