νηλίπους: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίποδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui va nu-pieds;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pauvre, misérable.<br />'''Étymologie:''' DELG selon une schol. à Théocr. de νη- et [[ἦλιψ]], nom d’une chaussure dorienne, inconnue par ailleurs.
|btext=ίποδος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui va nu-pieds;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> pauvre, misérable.<br />'''Étymologie:''' DELG selon une schol. à Théocr. de νη- et [[ἦλιψ]], nom d’une chaussure dorienne, inconnue par ailleurs.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηλίπους]], ὁ και ἡ (Α)<br />[[ξυπόλυτος]], [[ανυπόδητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νηλίπους]] προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο <i>νηλιπόπους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νήλιπος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]) με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[αμφορεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[αμφιφορεύς]]) ή έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> [[νήλιπος]] με [[επίδραση]] της λ. [[πούς]].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλίπους Medium diacritics: νηλίπους Low diacritics: νηλίπους Capitals: ΝΗΛΙΠΟΥΣ
Transliteration A: nēlípous Transliteration B: nēlipous Transliteration C: nilipous Beta Code: nhli/pous

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, ἡ, gen. ποδος,

   A unshod, barefooted, ἄσιτος ν. τ' ἀλωμένη S.OC349 codd., cf. Max. Tyr. 30.6: νήλῐπος, ον, A.R.3.646, Lyc.635, prob. l. for νήλυπος in Lyd. Mag.1.42; cf. ἀνήλιπος. (Deriv. by Sch.Theoc.4.56 from νη-, ἦλιψ without shoe.)

Greek (Liddell-Scott)

νηλίπους: ὁ, ἡ, ἀνυπόδυτος, γυμνόπους, ἄσιτος ν. τ’ ἀλωμένη Σοφ. Ο. Κ. 349· ν. βίος Λυκόφρ. 635· ὡσαύτως νήλιπος, ον, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 646, Ἰω. Λυδ. π. Ἀρχῶν Πολιτικ. 1. 42· πρβλ. ἀνήλιπος. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ νη-, ἦλιψ, ἄνευ ὑποδήματος· ἀλλ’ ὑπάρχει ἀμφιβολία μήπως τὸ -ποὺς ἢ -πος εἶναι ἁπλῶς καταλήξεις, πρβλ. Οἰδίπους, Οἴδιπος).

French (Bailly abrégé)

ίποδος (ὁ, ἡ)
1 qui va nu-pieds;
2 p. ext. pauvre, misérable.
Étymologie: DELG selon une schol. à Théocr. de νη- et ἦλιψ, nom d’une chaussure dorienne, inconnue par ailleurs.

Greek Monolingual

νηλίπους, ὁ και ἡ (Α)
ξυπόλυτος, ανυπόδητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νηλίπους προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο νηλιπόπους (< νήλιπος + πούς) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς < αμφιφορεύς) ή έχει σχηματιστεί < νήλιπος με επίδραση της λ. πούς.