παραστοχάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραστοχάζομαι''': ἀποθ., προσπαθῶ νὰ ἐπιτύχω τι, [[ἀποβλέπω]] εἰς αὐτὸ, τῆς συντομίας Σέξτ. Ἐμπ. 3. 22. ΙΙ. [[ἀποτυγχάνω]], τοῦ σκοποῦ, τῆς διανοίας Βυζ. | |lstext='''παραστοχάζομαι''': ἀποθ., προσπαθῶ νὰ ἐπιτύχω τι, [[ἀποβλέπω]] εἰς αὐτὸ, τῆς συντομίας Σέξτ. Ἐμπ. 3. 22. ΙΙ. [[ἀποτυγχάνω]], τοῦ σκοποῦ, τῆς διανοίας Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσπαθώ]] να επιτύχω [[κάτι]], [[σκοπεύω]], [[αποβλέπω]] σε [[κάτι]] («[[παραστοχάζομαι]] της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[τιμώ]], [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]]<br /><b>3.</b> [[βγαίνω]] έξω από τον στόχο μου, [[αποτυγχάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
A aim at, τῆς συντομίας S.E.P.3.222 codd., cf. Herod.Med. ap. Orib.5.30.25 : abs., estimate, Sor.1.20.
German (Pape)
[Seite 500] das Ziel verfehlen, τοῦ σκοποῦ, Sp.; – aber auch wonach hinzielen, τινός, Sext. Emp. pyrrh. 3, 222, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
παραστοχάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ νὰ ἐπιτύχω τι, ἀποβλέπω εἰς αὐτὸ, τῆς συντομίας Σέξτ. Ἐμπ. 3. 22. ΙΙ. ἀποτυγχάνω, τοῦ σκοποῦ, τῆς διανοίας Βυζ.
Greek Monolingual
Α
1. (μτβ.) προσπαθώ να επιτύχω κάτι, σκοπεύω, αποβλέπω σε κάτι («παραστοχάζομαι της συντομίας», Σέξτ. Εμπ.)
2. (αμτβ.) τιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ
3. βγαίνω έξω από τον στόχο μου, αποτυγχάνω.