πευκήεις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br /><b>1</b> fait de bois de pin ; [[Ἥφαιστος]] SOPH feu de torches résineuses;<br /><b>2</b> perçant, piquant, aigu <i>fig. en parl. de hurlements de douleur</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πεύκη]].
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br /><b>1</b> fait de bois de pin ; [[Ἥφαιστος]] SOPH feu de torches résineuses;<br /><b>2</b> perçant, piquant, aigu <i>fig. en parl. de hurlements de douleur</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πεύκη]].
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[πευκάεις]], -εσσα, -εν, Α<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] πεύκα, [[πευκόφυτος]] («νῆσον πευκήεσσαν», <b>Ορφ.</b>)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[ξύλο]] πεύκου («πευκᾱεν [[σκάφος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πικρός]], [[διαπεραστικός]] («πευκαεντ' ὀλολυγμόν», Οππιαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήεις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ήεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πευκήεις Medium diacritics: πευκήεις Low diacritics: πευκήεις Capitals: ΠΕΥΚΗΕΙΣ
Transliteration A: peukḗeis Transliteration B: peukēeis Transliteration C: pefkieis Beta Code: peukh/eis

English (LSJ)

Dor. πευκ-άεις, εσσα, εν,

   A pine-covered, οὔρεα D.P.678; νῆσος Orph.A.1189.    2 of pine or pine-wood, π. σκάφος E.Andr.863 (lyr.); πευκάενθ' Ἥφαιστον the fire of pine-torches, S.Ant.123 (lyr.).    II metaph., sharp, piercing, πευκήεντ' ὀλολυγμόν A.Ch.386 (lyr., codd.; Dind. metri gr. πῠκάεντ', cf. πυκᾶες· ἰσχυρόν, Theognost.Can.23, but πεύκαες· τὸ πικρόν, Hdn.Gr.1.394); πευκᾶεν σέλας ἀστραπῆς A.Fr.25 A; π. κέντρα Opp. H.2.457.

German (Pape)

[Seite 607] εσσα, εν, mit Fichten bewachsen, sichtenreich; οὔρεα, D. Per. 678; νῆσος, Orph. Arg. 1194; aus Fichten gemacht, Ἥφαιστος, d. i. das Feuer der Pechfackeln, Soph. Ant. 123; σκάφος, Eur. Andr. 864; sp. D. – Uebh. scharf durchdringend, herb u. spitz, ὀλολυγμός Aesch. Ch. 381, auch κέντρα, Opp. Hal. 2, 457.

Greek (Liddell-Scott)

πευκήεις: Δωρ. πευκάεις, εσσα, ἐν, κατάφυτος ἐκ πευκῶν οὔρεα Διον. Π. 678· νῆσος Ὀρφ. Ἀργ. 1187. 2) ὁ ἐκ πεύκης ἢ ἐκ ξύλου πεύκης, π. σκάφος Εὐρ. Ἀνδρ. 863· πευκάενθ’ Ἥφαιστον, τὸ πῦρ τῶν ἐκ πεύκης πυρσῶν, Σοφ. Ἀντ. 123. ΙΙ. μεταφορ., διαπεραστικός, ὀξὺς (ἴδε πεύκη ἐν τέλ.), πευκήεντ’ ὀλολυγμὸν Αἰσχύλ. Χο. 385 (τὰ Ἀντίγραφα· ἀλλ’ ὁ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου διορθοῖ πῠκάεντ’ ἐκ τοῦ Θεογνώστ. σ. 23, ὅστις μνημονεύει λέξιν πῠκᾶες, ἥν ἑρμηνεύει ἰσχυρόν)· π. κέντρα Ὀππ. Ἁλ. 2. 457.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
1 fait de bois de pin ; Ἥφαιστος SOPH feu de torches résineuses;
2 perçant, piquant, aigu fig. en parl. de hurlements de douleur.
Étymologie: πεύκη.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πευκάεις, -εσσα, -εν, Α
1. (για τόπο) γεμάτος πεύκα, πευκόφυτος («νῆσον πευκήεσσαν», Ορφ.)
2. κατασκευασμένος από ξύλο πεύκου («πευκᾱεν σκάφος», Ευρ.)
3. πικρός, διαπεραστικός («πευκαεντ' ὀλολυγμόν», Οππιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκη + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].