ξυλοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(6_18)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων ξύλα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ.
|lstext='''ξῠλοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων ξύλα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ξυλοτρόφος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξυλοτρόφα</i> και ορθότ. <i>ξυλότροφα</i><br /><b>εντομολ.</b> τα ξυλοφάγο έντομα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] «[[παράγω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λωτο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοτρόφος Medium diacritics: ξυλοτρόφος Low diacritics: ξυλοτρόφος Capitals: ΞΥΛΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: xylotróphos Transliteration B: xylotrophos Transliteration C: ksylotrofos Beta Code: culotro/fos

English (LSJ)

ον,

   A producing timber, ὄρη Str.Chr.4.21.

German (Pape)

[Seite 281] Holz nährend, tragend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἢ παράγων ξύλα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Στράβ.

Greek Monolingual

-ο (Α ξυλοτρόφος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξυλοτρόφα και ορθότ. ξυλότροφα
εντομολ. τα ξυλοφάγο έντομα
αρχ.
αυτός που παράγει ξύλα («ξυλοτρόφα ὄρη», Στράβ,).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -τρόφος (< τρέφω «παράγω»), πρβλ. λωτο-τρόφος].