ὀξύπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(Bailly1_4)
(29)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux ailes rapides, au vol rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πτερόν]].
|btext=ος, ον :<br />aux ailes rapides, au vol rapide.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πτερόν]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀξύπτερος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ὀξύπτερος]]<br />α) [[είδος]] σχοίνου, ο [[οξύσχοινος]]<br />β) το [[γεράκι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύπτερον</i><br />το [[γεράκι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀξύπτερα</i><br />τα [[γρήγορα]] φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτερόν]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπτερος Medium diacritics: ὀξύπτερος Low diacritics: οξύπτερος Capitals: ΟΞΥΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: oxýpteros Transliteration B: oxypteros Transliteration C: oksypteros Beta Code: o)cu/pteros

English (LSJ)

ον,

   A sharp- or swift-winged: as Subst. ὀ., ὁ, = ὀξύσχοινος, Ps.-Dsc.4.52 ; but, hawk, Clem.Al.Strom. 5.8.52.1 (in citation of De.14.13) :—also ὀξῠ-πτερον, τό, = falco, Gloss.; τὰ ὀξύπτερα swift wings, Aesop.8.

German (Pape)

[Seite 354] schnellflügelig, vom Habicht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύπτερος: -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας· ― ὡς οὐσιαστ., ἱέραξ, Βαρνάβας (ἐν Patrologia Graeca II) 10, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι, 1005Α· ― τὰ ὀξύπτερα, ὀξεῖαι, ταχεῖαι πτέρυγες, Αἴσωπ. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes rapides, au vol rapide.
Étymologie: ὀξύς, πτερόν.

Greek Monolingual

ὀξύπτερος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες
2. το αρσ. ως ουσ. ὀξύπτερος
α) είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος
β) το γεράκι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύπτερον
το γεράκι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξύπτερα
τα γρήγορα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πτερόν.