ὀστρακίτης: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(6_19) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀστρᾰκίτης''': -ου, ὁ, = [[ὀστράκινος]], [[λίθος]] ὀστρ. Διοσκ. 5. 165, πρβλ. Πλίν. 36. 31· [[ὡσαύτως]] = [[ὀστρακίας]], ὁ αὐτ. 37. 65. 2) θηλ. ὀστρακῖτις, ῐδος, = [[καδμεία]], Διοσκ. 5, 84, Πλίν. 37. 56 καὶ 65. ΙΙ [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Ε. | |lstext='''ὀστρᾰκίτης''': -ου, ὁ, = [[ὀστράκινος]], [[λίθος]] ὀστρ. Διοσκ. 5. 165, πρβλ. Πλίν. 36. 31· [[ὡσαύτως]] = [[ὀστρακίας]], ὁ αὐτ. 37. 65. 2) θηλ. ὀστρακῖτις, ῐδος, = [[καδμεία]], Διοσκ. 5, 84, Πλίν. 37. 56 καὶ 65. ΙΙ [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ὀστρακίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απολίθωμα]] οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[οστράκινος]] («[[ὀστρακίτης]] [[λίθος]]», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[λίθος]] [[οστρακίας]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πίτας<br /><b>4.</b> [[είδος]] φιδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A = ὀστράκινος, λίθος ὀ. Dsc.5.146, cf. Plin.HN36.139; also, ostracitis, = ὀστρακίας, ib.37.177. 2 fem. ὀστρακῖτις, ιδος, an inferior variety of καδμεία, Dsc.5.74, Plin.HN 37.151. II a kind of cake, Ath.14.647f.
German (Pape)
[Seite 400] ὁ, = ὀστρακηρός, bes. – 1) eine Steinart, ostracites, nach Einigen Meerschaum, Diosc., Plin. H. N. 36, 19. – 2) eine Art Kuchen, Ath. XV, 647 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκίτης: -ου, ὁ, = ὀστράκινος, λίθος ὀστρ. Διοσκ. 5. 165, πρβλ. Πλίν. 36. 31· ὡσαύτως = ὀστρακίας, ὁ αὐτ. 37. 65. 2) θηλ. ὀστρακῖτις, ῐδος, = καδμεία, Διοσκ. 5, 84, Πλίν. 37. 56 καὶ 65. ΙΙ εἶδος πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Ε.
Greek Monolingual
ο (Α ὀστρακίτης)
νεοελλ.
απολίθωμα οστράκου που αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο
αρχ.
1. ως επίθ. οστράκινος («ὀστρακίτης λίθος», Διοσκ.)
2. ο λίθος οστρακίας
3. είδος πίτας
4. είδος φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλ-ίτης)].