παρεκλείπω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_2)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεκλείπω''': [[παραλείπω]], καὶ γὰρ εἰσὶ (πράξεις) ἃς παρεξέλιπον Ἀριστείδ. 1. 171. ΙΙ. [[ἐκλείπω]], [[ἐπεὶ]] παρεξέλιπον αὐτοὺς τὰ βρώματα αὐτῶν Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΑ΄, 12).
|lstext='''παρεκλείπω''': [[παραλείπω]], καὶ γὰρ εἰσὶ (πράξεις) ἃς παρεξέλιπον Ἀριστείδ. 1. 171. ΙΙ. [[ἐκλείπω]], [[ἐπεὶ]] παρεξέλιπον αὐτοὺς τὰ βρώματα αὐτῶν Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΑ΄, 12).
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραλείπω]], [[παρέρχομαι]], [[παρατρέχω]]<br /><b>2.</b> [[λείπω]], [[απολείπω]], [[εκλείπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλείπω]] «[[παραλείπω]], [[εγκαταλείπω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκλείπω Medium diacritics: παρεκλείπω Low diacritics: παρεκλείπω Capitals: ΠΑΡΕΚΛΕΙΠΩ
Transliteration A: parekleípō Transliteration B: parekleipō Transliteration C: parekleipo Beta Code: pareklei/pw

English (LSJ)

   A leave out, Aristid.1.171 J.    II run short; c. acc., fail, π. αὐτοὺς τὰ βρώματα v.l. in LXXJu.11.12.

German (Pape)

[Seite 513] (s. λείπω), aus- u. vorbeilassen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκλείπω: παραλείπω, καὶ γὰρ εἰσὶ (πράξεις) ἃς παρεξέλιπον Ἀριστείδ. 1. 171. ΙΙ. ἐκλείπω, ἐπεὶ παρεξέλιπον αὐτοὺς τὰ βρώματα αὐτῶν Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΑ΄, 12).

Greek Monolingual

Α
1. παραλείπω, παρέρχομαι, παρατρέχω
2. λείπω, απολείπω, εκλείπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκλείπω «παραλείπω, εγκαταλείπω»].