παρολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[παρολισθαίνω]].
|btext=v. [[παρολισθαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[παρολισθαίνω]] Α<br /><b>1.</b> [[ολισθαίνω]], [[γλιστρώ]] στα [[πλάγια]]<br /><b>2.</b> [[διολισθαίνω]] [[κάπου]], [[μπαίνω]] [[κάπου]] [[κρυφά]] ή τυχαία, [[εισδύω]] [[κρυφά]], [[τρυπώνω]]<br /><b>3.</b> [[σφάλλω]], [[κάνω]] [[σφάλμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλισθαίνω]] / -<i>άνω</i> «γλυστρώ»].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρολισθάνω Medium diacritics: παρολισθάνω Low diacritics: παρολισθάνω Capitals: ΠΑΡΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: parolisthánō Transliteration B: parolisthanō Transliteration C: parolisthano Beta Code: parolisqa/nw

English (LSJ)

later παρολισθ-αίνω, Apollod.Poliorc.154.4 :—

   A slip aside, ἐς τὸ πλάγιον Hp.Art.16 ; slip in, εἰς ἔντερα Dsc.Alex.11, cf. Plu.2.698c, 701b, Luc.Laps.15.    II make a mistake, Plb.31.31.1.

Greek (Liddell-Scott)

παρολισθάνω: μεταγεν: -αίνω, μέλλ. -ολισθήσω· ἀόρ. β΄ -ώλισθον· - ὀλισθαίνω κἄπως, ἐς τὸ πλάγιον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792· εἰσέρχομαι λάθρα ἢ κατὰ τύχην πλησίον, εἰς ἔντερα Διοσκ. π. Ἰοβόλ. κεφ. 11, πρβλ. Πλούτ. 2. 698C, 701Β· εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισθον Λουκ. ὑπέρ τοῦ Πταίσματ. 15.

French (Bailly abrégé)

v. παρολισθαίνω.

Greek Monolingual

και παρολισθαίνω Α
1. ολισθαίνω, γλιστρώ στα πλάγια
2. διολισθαίνω κάπου, μπαίνω κάπου κρυφά ή τυχαία, εισδύω κρυφά, τρυπώνω
3. σφάλλω, κάνω σφάλμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀλισθαίνω / -άνω «γλυστρώ»].