πειθήνιος: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> docile au frein ; τὸ πειθήνιον, obéissance;<br /><b>2</b> qui dirige, qui conduit.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]], [[ἡνία]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> docile au frein ; τὸ πειθήνιον, obéissance;<br /><b>2</b> qui dirige, qui conduit.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]], [[ἡνία]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[πειθήνιος]] και δωρ. τ. [[πειθάνιος]], -ον, ΝΜΑ<br />(για [[υποζύγιο]]) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα [[ηνία]], στο [[χαλινάρι]], αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τυφλά]] [[υπάκουος]], άκριτα [[πειθαρχικός]] («[[είναι]] πειθήνιο όργανο του αρχηγού του»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πειθαρχικός]], [[ευπειθής]], [[υπάκουος]] (α. «[[πειθήνιος]] [[ψυχή]]», Ιεροκλ.<br />β. «πειθήνιον [[στράτευμα]]», Ονήσ.)<br /><b>2.</b> αυτός που καθιστά κάποιον πειθαρχικό (α. «πειθήνιοι χαλινοί», <b>Ιώσ.</b><br />β. «[[πειθήνιος]] [[λόγος]]», Βεττ. Βάλ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πειθήνιον</i><br />η [[ευπείθεια]], η [[υπακοή]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πειθηνίως</i> ΝΑ<br /><b>1.</b> ευπειθώς, πειθαρχικώς, με τρόπο πειθήνιο, υπάκουο<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[χειρουργική]]) με [[προσοχή]], με [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πειθ</i>- του [[πείθω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήνιος</i> ([[ἡνία]]), <b>πρβλ.</b> <i>φιλ</i>-<i>ήνιος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor.πειθ-άνιος [ᾱ], ον, (ἡνία)
A obedient to the rein, of a horse, Plu.Lyc.30 : metaph., Id.2.592c: generally, obedient, γυνή M.Ant. 1.17, Hymn.Is. 101, cf. Plu.2.90b ; στράτευμα well-disciplined, Onos. 10.9 ; ψυχή Hierocl. in CA16p.456M. ; τὸ π. submissiveness, docility, Plu.2.442c. Adv. -ίως ib.102e, Ph.1.184; in Surgery, gently, Herod. Med. ap. Orib.10.18.15, Sor.1.70b, 2.10. II Act., that makes obedient, χαλινοί Plu.2.369c ; λόγος Vett. Val.150.28.
German (Pape)
[Seite 543] dem Zügel folgsam, lenksam, vom Pferde, καὶ συνήθης, Plut. de gen. Socr. 22 u. a. Sp.; τὸ πειθήνιον, der Gehorsam, Hdn. 2, 10, 4; aber auch χαλινοί, zügelnd, lenkend, Plut. de Is. et Osir. 45; auch adv., Consol. Apoll. 4.
Greek (Liddell-Scott)
πειθήνιος: -ον, (ἀρχὴ) ὁ εἰς τὰς ἡνίας εὐπειθής, ἐπὶ ἵππου, Πλούτ. 2. 592Β· καθόλου ὑπήκοος, εὐπειθής, αὐτόθι 90Β, κτλ.· τὸ πειθήνιον, εὐπείθεια, ὑπακοή, αὐτόθι 442C. — Ἐπίρρ., -ίως, Πλούτ. 2. 102F, Σωραν. σ. 220. ΙΙ. ἐνεργ., καθιστῶν τινα εὐπειθῆ, χαλινὸς Πλούτ. 2. 369C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 docile au frein ; τὸ πειθήνιον, obéissance;
2 qui dirige, qui conduit.
Étymologie: πείθω, ἡνία.
Greek Monolingual
-α, -ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, -ον, ΝΜΑ
(για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.)
νεοελλ.
τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός («είναι πειθήνιο όργανο του αρχηγού του»)
αρχ.
1. πειθαρχικός, ευπειθής, υπάκουος (α. «πειθήνιος ψυχή», Ιεροκλ.
β. «πειθήνιον στράτευμα», Ονήσ.)
2. αυτός που καθιστά κάποιον πειθαρχικό (α. «πειθήνιοι χαλινοί», Ιώσ.
β. «πειθήνιος λόγος», Βεττ. Βάλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πειθήνιον
η ευπείθεια, η υπακοή.
επίρρ...
πειθηνίως ΝΑ
1. ευπειθώς, πειθαρχικώς, με τρόπο πειθήνιο, υπάκουο
αρχ.
(στη χειρουργική) με προσοχή, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + -ήνιος (ἡνία), πρβλ. φιλ-ήνιος].