πηκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(6_11)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.
|lstext='''πηκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πηκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πηκτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιφέρει [[πήξη]] με [[πάγωμα]], με [[ψύξη]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[πήξη]] ή που συντελεί στην [[πήξη]], στο [[πήξιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(βιοχ.)</b> [[χαρακτηρισμός]] οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού μοριακού βάρους και συνδέονται με γαλακτάνες οι οποίες σχηματίζουν το κυτταρικό [[τοίχωμα]] της σάρκας και του περιβλήματος τών φυτικών σαρκωδών καρπών και με [[ενυδάτωση]] δίνουν γέλες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πηκτικοί παράγοντες» — συστατικά του αίματος, τα οποία, όταν το [[αίμα]] διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία —και υπό παθολογικές συνθήκες και [[μέσα]] στα αγγεία— προκαλούν, δρώντας διαδοχικά, την [[πήξη]] του, συστατικά από τα οποία γνωστότερα [[είναι]] το [[ινωδογόνο]], η [[προθρομβίνη]] και η αντιαιμοφιλική [[σφαιρίνη]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηκτικός Medium diacritics: πηκτικός Low diacritics: πηκτικός Capitals: ΠΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pēktikós Transliteration B: pēktikos Transliteration C: piktikos Beta Code: phktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A freezing, Thphr.CP6.1.3 : Comp., ib.5.14.3.    2 coagulating, curdling, γάλακτος Dsc.1.128.

German (Pape)

[Seite 609] zum Verdicken, Gerinnen, Gefrierenmachen gehörig, geschickt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πηκτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων πῆξιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πηκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πηκτός
1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη
2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο
νεοελλ.
1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού μοριακού βάρους και συνδέονται με γαλακτάνες οι οποίες σχηματίζουν το κυτταρικό τοίχωμα της σάρκας και του περιβλήματος τών φυτικών σαρκωδών καρπών και με ενυδάτωση δίνουν γέλες
2. φρ. «πηκτικοί παράγοντες» — συστατικά του αίματος, τα οποία, όταν το αίμα διαφεύγει από τα αιμοφόρα αγγεία —και υπό παθολογικές συνθήκες και μέσα στα αγγεία— προκαλούν, δρώντας διαδοχικά, την πήξη του, συστατικά από τα οποία γνωστότερα είναι το ινωδογόνο, η προθρομβίνη και η αντιαιμοφιλική σφαιρίνη.