πνευματίζω: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(6_1) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πνευμᾰτίζω''': [[ἀερίζω]] φυσῶν, Ἀντίγ. Καρύστ. 151. ΙΙ. [[γράφω]] ἢ ὁμιλῶ [[συμφώνως]] πρὸς τὸν πνευματισμὸν (spiritus), Εὐστ. 524. 5, κτλ. | |lstext='''πνευμᾰτίζω''': [[ἀερίζω]] φυσῶν, Ἀντίγ. Καρύστ. 151. ΙΙ. [[γράφω]] ἢ ὁμιλῶ [[συμφώνως]] πρὸς τὸν πνευματισμὸν (spiritus), Εὐστ. 524. 5, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Μ [[πνεύμα]], -<i>ατος]]<br />[[γράφω]] ή [[μιλώ]] χρησιμοποιώντας [[ψιλή]] και [[δασεία]], [[δηλαδή]] σύμφωνα με τον πνευματισμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσώ]], [[παράγω]] αέρα<br /><b>2.</b> [[αναζωπυρώνω]] με [[φύσημα]] αέρα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
A fan by blowing, in Pass., Antig.Mir.136. II write or pronounce with the breathing, Eust.524.5, al.
German (Pape)
[Seite 640] durch Wehen, Blasen anfachen, Sp. Bes. bei den Gramm. mit dem Hauche, spiritus, bezeichnen, aussprechen oder schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτίζω: ἀερίζω φυσῶν, Ἀντίγ. Καρύστ. 151. ΙΙ. γράφω ἢ ὁμιλῶ συμφώνως πρὸς τὸν πνευματισμὸν (spiritus), Εὐστ. 524. 5, κτλ.
Greek Monolingual
Μ πνεύμα, -ατος]]
γράφω ή μιλώ χρησιμοποιώντας ψιλή και δασεία, δηλαδή σύμφωνα με τον πνευματισμό
μσν.-αρχ.
1. φυσώ, παράγω αέρα
2. αναζωπυρώνω με φύσημα αέρα.