πολυδευκής: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6_7)
(33)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυδευκής''': -ές, [[λέξις]] εἰς ἣν παρατηρητέα τὰ αὐτὰ ὅσα καὶ εἰς τὸ [[ἀδευκής]]. [[Κατὰ]] πρῶτον ἀπαντᾷ ὡς κύρ. [[ὄνομα]] ([[μετὰ]] μεταβολῆς τοῦ τόνου) Πολυδεύκης, εος, ὁ, πιθανῶς, = ὁ πολλὴν δόξαν ἔχων, Πολύδεύκης, εἷς τῶν Διοσκόρων, υἱὸς τῆς Λήδας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Κάστορος, φημιζόμενος ἐν τοῖς ἀρχαίοις μύθοις ὡς πὺξ [[ἀγαθός]], Ἰλ. Γ. 237, Ὀδ. Α. 300· ― ὡς ἐπίθ. πολυδευκέα φωνήν, [[εἶναι]] διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πολυηχέα ἐν Ὀδ. Τ. 521, ― τὴν γραφὴν πολυδευκέα μνημονεύει ὁ Αἰλ. π. Ζ. 5. 38, [[ὅστις]] λέγει: «ἤδη μέντοι τινὲς καὶ πολυδευκέα φωνὴν γράφουσι τὴν ποικίλως μεμιμημένην»· ὁ δὲ Ἡσύχ. τὸ πολυδευκέα φωνὴν ἑρμηνεύει «πολλοῖς ἐοικυῖαν»· ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἐν Νικ. Θηρ. 209 (πολυδευκέα μορφήν [[μετὰ]] διαφ. γραφ. πολυδερκέα), καὶ 625 (ἑλιχρύσου π.), [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: τοῦ γλυκέος· ἰδὲ ἐν λ. [[ἀδευκής]].
|lstext='''πολυδευκής''': -ές, [[λέξις]] εἰς ἣν παρατηρητέα τὰ αὐτὰ ὅσα καὶ εἰς τὸ [[ἀδευκής]]. [[Κατὰ]] πρῶτον ἀπαντᾷ ὡς κύρ. [[ὄνομα]] ([[μετὰ]] μεταβολῆς τοῦ τόνου) Πολυδεύκης, εος, ὁ, πιθανῶς, = ὁ πολλὴν δόξαν ἔχων, Πολύδεύκης, εἷς τῶν Διοσκόρων, υἱὸς τῆς Λήδας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Κάστορος, φημιζόμενος ἐν τοῖς ἀρχαίοις μύθοις ὡς πὺξ [[ἀγαθός]], Ἰλ. Γ. 237, Ὀδ. Α. 300· ― ὡς ἐπίθ. πολυδευκέα φωνήν, [[εἶναι]] διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πολυηχέα ἐν Ὀδ. Τ. 521, ― τὴν γραφὴν πολυδευκέα μνημονεύει ὁ Αἰλ. π. Ζ. 5. 38, [[ὅστις]] λέγει: «ἤδη μέντοι τινὲς καὶ πολυδευκέα φωνὴν γράφουσι τὴν ποικίλως μεμιμημένην»· ὁ δὲ Ἡσύχ. τὸ πολυδευκέα φωνὴν ἑρμηνεύει «πολλοῖς ἐοικυῖαν»· ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἐν Νικ. Θηρ. 209 (πολυδευκέα μορφήν [[μετὰ]] διαφ. γραφ. πολυδερκέα), καὶ 625 (ἑλιχρύσου π.), [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: τοῦ γλυκέος· ἰδὲ ἐν λ. [[ἀδευκής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> (πιθ. [[αντί]] [[πολυδερκής]]) [[ποικίλος]] («πολυδευκὴς [[μορφή]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> πολύ [[γλυκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[δευκής]] (<b>βλ. λ.</b> [[αδευκής]])].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 661] ές, v. l. Od. 19, 521 für πολυηχής, wie Ael. H. A. 5, 38 bemerkt; es soll nach einigen Erklärern von δεῦκος = γλεῦκος herkommen und »sehr süß« bedeuten; nach Andern von einem ungebräuchlichen δευκής, das die Gramm. bald durch ἐοικώς, ὅμοιος, bald durch λαμπρός erkl. Vgl. Nic. Ther. 209. 625.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδευκής: -ές, λέξις εἰς ἣν παρατηρητέα τὰ αὐτὰ ὅσα καὶ εἰς τὸ ἀδευκής. Κατὰ πρῶτον ἀπαντᾷ ὡς κύρ. ὄνομα (μετὰ μεταβολῆς τοῦ τόνου) Πολυδεύκης, εος, ὁ, πιθανῶς, = ὁ πολλὴν δόξαν ἔχων, Πολύδεύκης, εἷς τῶν Διοσκόρων, υἱὸς τῆς Λήδας, ἀδελφὸς δὲ τοῦ Κάστορος, φημιζόμενος ἐν τοῖς ἀρχαίοις μύθοις ὡς πὺξ ἀγαθός, Ἰλ. Γ. 237, Ὀδ. Α. 300· ― ὡς ἐπίθ. πολυδευκέα φωνήν, εἶναι διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πολυηχέα ἐν Ὀδ. Τ. 521, ― τὴν γραφὴν πολυδευκέα μνημονεύει ὁ Αἰλ. π. Ζ. 5. 38, ὅστις λέγει: «ἤδη μέντοι τινὲς καὶ πολυδευκέα φωνὴν γράφουσι τὴν ποικίλως μεμιμημένην»· ὁ δὲ Ἡσύχ. τὸ πολυδευκέα φωνὴν ἑρμηνεύει «πολλοῖς ἐοικυῖαν»· ἡ λέξις ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν Νικ. Θηρ. 209 (πολυδευκέα μορφήν μετὰ διαφ. γραφ. πολυδερκέα), καὶ 625 (ἑλιχρύσου π.), ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: τοῦ γλυκέος· ἰδὲ ἐν λ. ἀδευκής.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. (πιθ. αντί πολυδερκής) ποικίλος («πολυδευκὴς μορφή», Νίκ.)
2. πολύ γλυκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δευκής (βλ. λ. αδευκής)].