πρόσταγμα: Difference between revisions
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />ordre, commandement.<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />ordre, commandement.<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ποτίταγμα]] Α [[προστάσσω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[προστάζω]], [[προσταγή]] («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ [[ἄλλο]] [[πρόσταγμα]] τοῑς φύλαξι προστάζομεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «έχω το [[πρόσταγμα]]» <br />α) <b>στρ.</b> έχω τη [[διοίκηση]] στρατευμάτων σε επίσημη [[τελετή]]<br />β) <b>μτφ.</b> έχω την [[αρχηγία]], [[κάνω]] [[κουμάντο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάταξη]], [[οδηγία]] («κατὰ τὸ [[πρόσταγμα]] τοῡ παιδαγωγοῡ ζῆν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εντολή]] πληρωμής ή απαλλαγής, [[ένταλμα]]<br /><b>3.</b> αυτοκρατορικό [[έδικτο]], [[διάταγμα]]<br /><b>4.</b> <b>πιθ.</b> (ως [[διαίρεση]] του στρατού) στρατιωτική [[διοίκηση]]<br /><b>5.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[αρχή]], [[ηθικός]] [[κανόνας]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ προστάγματος» και «κατὰ [[πρόσταγμα]]» — [[κατόπιν]] διαταγής, ύστερα από [[προσταγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, Dor. ποτίταγμα SIG569.28 (Cos, iii B.C.): τό: (προστάσσω):—
A ordinance, command, Pl.R.423c, al., Isoc.4.176, etc.; ἐκ προστάγματος D.17. 16; κατὰ πρόσταγμα D.S.14.41, cf. OGI225.37 (Didyma, iii B.C.), PEnteux.6.11, al. (iii B.C.), PTeb.5.206 (ii B.C., pl.), UPZ112 i 7 (ii B.C., pl.), etc.; κατὰ τὸ π. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν by his prescription, Arist.EN1119b13, cf. PCair.Zen.426.7 (iii B.C.), Ael.VH9.23; = Lat. edictum, OGI665.3 (Egypt, i A.D.), etc. 2 order to pay or deliver, PCair.Zen.8.3, 375.8 (iii B.C.). II military command, as division of the army, ὑπηρέτης προστάγματος PRein.15.30 (ii B.C.), unless an error for τάγματος.
German (Pape)
[Seite 780] τό, Anordnung, Befehl; τοῦτο ἄλλο πρόσταγμα τοῖς φύλαξι προστάξομεν, Plat. Rep. IV, 423 c, u. öfter, Isocr. 4, 176; Dem. u. Folgde, wie Pol. 1, 31, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσταγμα: τό, (προστάσσω) ὡς καὶ νῦν, προσταγή, Πλάτ. Πολ. 423C κ. ἀλλ., Ἰσοκρ. 77D, κτλ.· ἐκ προστάγματος Δημ. 216. 11· κατὰ πρόσταγμα Διόδ. 14. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2301, 2305· κατὰ τὸ πρ. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν, κατὰ τὰς ὁδηγίας καὶ διατάξεις αὐτοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 12, 8, πρβλ. Αἰλ. Ποιητ. Ἱστ. 9. 23.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ordre, commandement.
Étymologie: προστάσσω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α προστάσσω
το αποτέλεσμα του προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «έχω το πρόσταγμα»
α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή
β) μτφ. έχω την αρχηγία, κάνω κουμάντο
αρχ.
1. διάταξη, οδηγία («κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῡ παιδαγωγοῡ ζῆν», Αριστοτ.)
2. εντολή πληρωμής ή απαλλαγής, ένταλμα
3. αυτοκρατορικό έδικτο, διάταγμα
4. πιθ. (ως διαίρεση του στρατού) στρατιωτική διοίκηση
5. (φιλοσ.) αρχή, ηθικός κανόνας
6. φρ. α) «ἐκ προστάγματος» και «κατὰ πρόσταγμα» — κατόπιν διαταγής, ύστερα από προσταγή.