προσποιητός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />simulé ; <i>adv.</i> • προσποιητά, par feinte.<br />'''Étymologie:''' [[προσποιέω]].
|btext=ή, όν :<br />simulé ; <i>adv.</i> • προσποιητά, par feinte.<br />'''Étymologie:''' [[προσποιέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προσποιητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α [[προσποιοῡμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] [[προσποίηση]], [[ψεύτικος]], [[πλαστός]], [[επίπλαστος]], [[επιτηδευμένος]], [[υποκριτικός]] (α. «προσποιητό [[χαμόγελο]]» β. «προσποίητος [[φιλανθρωπία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(το αρσ. εν. ως ουσ.) <i>ὁ [[προσποιητός]]<br />[[διεκδικητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] τον οποίο [[πρέπει]] να υιοθετήσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[προσποιητός]]<br />ο [[υποκριτής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσποιητώς</i> / <i>προσποιητῶς</i> ΝΜΑ, και <i>προσποιητά</i> Ν<br />με υποκριτικό τρόπο, με [[προσποίηση]], επιτηδευμένα.
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσποιητός Medium diacritics: προσποιητός Low diacritics: προσποιητός Capitals: ΠΡΟΣΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: prospoiētós Transliteration B: prospoiētos Transliteration C: prospoiitos Beta Code: prospoihto/s

English (LSJ)

όν, or ή, όν Demarat. ap. Plu.2.309d, or προσποίητος:—

   A taken to oneself, assumed, affected, pretended, ἐραστής Pl.Ly.222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. καλοκἀγαθία Din.3.18; φιλανθρωπία Arist.VV1251b3; φυγή Demarat. l.c. Adv. -ητῶς or -ήτως, opp. τῷ ὄντι, Pl.Tht.174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. προσποιητά as Adv., Babr.103.5, 106.17.    2 to be adopted, Stoic.1.57.

German (Pape)

[Seite 778] od. προσποίητος, angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; Ggstz γνήσιος, Plat. Lys. 222 a; οὐ προσποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν, Theaet. 1744; Dem. u. Sp., wie D. Hal. 6, 70; – υἱός, ein angenommener, adoptirter Sohn.

Greek (Liddell-Scott)

προσποιητός: -όν, ἢ ή, όν, ἢ προσποίητος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493· - ὁ κατὰ προσποίησιν, οὐχὶ ἀληθής, ψευδής, ὑποκριτικός, ἐραστὴς Πλάτ. Λῦσ. 222Α· ἔχθραι Δημ. 1334 ἐν τέλ.· ἡ πρ. καλοκαγαθία Δείναρχ. 110. 34· φιλανθρωπία Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 2· φυγὴ Στοβ. τ. 39. 52. - Ἐπίρρ. -τῶς ἢ -τως, ἀντίθετον τῷ τῷ ὄντι, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Δίων Κ. 44. 47, κτλ.· ὡσαύτως προσποιητὰ ὡς ἐπίρρ., Βάβρ. 103. 5., 106. 17.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
simulé ; adv. • προσποιητά, par feinte.
Étymologie: προσποιέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσποιητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α προσποιοῡμαι
1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)
μσν.
(το αρσ. εν. ως ουσ.) προσποιητός
διεκδικητής
αρχ.
1. εκείνος τον οποίο πρέπει να υιοθετήσει κανείς
2. το αρσ. ως ουσ. προσποιητός
ο υποκριτής.
επίρρ...
προσποιητώς / προσποιητῶς ΝΜΑ, και προσποιητά Ν
με υποκριτικό τρόπο, με προσποίηση, επιτηδευμένα.