προϋπόκειμαι: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;<br /><b>2</b> être hypothéqué auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑπόκειμαι]]. | |btext=<b>1</b> servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;<br /><b>2</b> être hypothéqué auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑπόκειμαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ [[ὑπόκειμαι]]<br />[[προϋπάρχω]] (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον<br />οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῡ», Μεθόδ.<br />β. «προϋπόκειται τοῡ ἀνδριάντος τὸ [[ἐργαστήριον]]», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υπάρχω]] ήδη ως [[προϋπόθεση]]<br /><b>2.</b> έχω [[προηγουμένως]] υποθηκευθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
serving as pf. Pass. to προϋποτίθημι,
A to be put under before, Dsc.1.8, Sor.1.68, Gal.6.289; subsist before, τὰ -κείμενα parts already founded, of a city, Str.5.3.7; -κειμένης ὥσπερ ἐδάφους τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως Longin.8.1; χώραν ἔδει καὶ τόπον -κεῖσθαι τοῖς γενομένοις Plu.2.678f; τὸ δεξόμενον π. σώματι Ph.2.490, cf. S.E.P.3.94; προϋπόκειται τοῦ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον Id.M.10.218, cf. Hierocl.in CA10p.436M.; -κειμένη γνῶσις A.D.Synt.29.19; σῶμα -κείμενον Dam.Pr.14. 2 to be assumed first, Nicom.Ar.1.4. II to be mortgaged before, Plu.Sol.15, PMasp.97.34, al. (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 795] (s. κεῖμαι), vorher darunter gelegt sein, darunterliegen, als Grundlage; übh. vorher existiren, da sein; Plut. Sol. 15; Philo u. a. Sp., wie S. Emp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
προϋπόκειμαι: ὡς παθητ. τοῦ προϋποτίθημι, ὑπόκειμαι προηγουμένως ὡς βάσις, Λογγῖν. 8· τινι Πλούτ. 2. 678F. 2) = προϋπάρχω ΙΙ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 94. ΙΙ. προϋπάρχω ὡς ὑποθήκη, Πλουτ. Σόλ. 15, Ἐπιγρ. Ἁλ. παρὰ Newton.
French (Bailly abrégé)
1 servir auparavant de fondement : τινι en qch, à qch;
2 être hypothéqué auparavant.
Étymologie: πρό, ὑπόκειμαι.
Greek Monolingual
ΜΑ ὑπόκειμαι
προϋπάρχω (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον
οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῡ», Μεθόδ.
β. «προϋπόκειται τοῡ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον», Σέξτ. Εμπ.)
αρχ.
1. υπάρχω ήδη ως προϋπόθεση
2. έχω προηγουμένως υποθηκευθεί.