ῥίσκος: Difference between revisions
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
(6_14) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥίσκος''': ὁ, [[κιβώτιον]], [[θήκη]], [[κίστη]], [[μάλιστα]] ἀργυρῶν σκευῶν ἢ χρημάτων, Λατ. riscus, Ἀντιφάν. ἐν «Κυβευταῖς» 1, Φύλαρχ. 9· - [[ἐντεῦθεν]] ῥισκοφυλάκιον, τό, [[θησαυροφυλάκιον]], [[ταμεῖον]], καὶ -[[φύλαξ]], ὁ, ὁ θυσαυροφύλαξ, [[ταμίας]], Ἀριστέας. ΙΙ. [[σαρκοφάγος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6270a. 3. | |lstext='''ῥίσκος''': ὁ, [[κιβώτιον]], [[θήκη]], [[κίστη]], [[μάλιστα]] ἀργυρῶν σκευῶν ἢ χρημάτων, Λατ. riscus, Ἀντιφάν. ἐν «Κυβευταῖς» 1, Φύλαρχ. 9· - [[ἐντεῦθεν]] ῥισκοφυλάκιον, τό, [[θησαυροφυλάκιον]], [[ταμεῖον]], καὶ -[[φύλαξ]], ὁ, ὁ θυσαυροφύλαξ, [[ταμίας]], Ἀριστέας. ΙΙ. [[σαρκοφάγος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6270a. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]], [[θήκη]] («[[ῥίσκος]]<br />ὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ [[πρόχειρον]] [[ἀργύριον]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μπαούλο]] ταξιδιού, [[ιματιοθήκη]] («ῥίσκον χωροῡντα ὅσον στολὰς [[δέκα]]», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[σαρκοφάγος]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ῥίσκοι<br />εἶδός τι μυιῶν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[είναι]] φρυγικής προέλευσης, ενώ, κατ' άλλους, προήλθε από το αρχ. ιρλδ. <i>r</i><i>ū</i><i>sk</i> «[[φλοιός]], [[καλάθι]]» με τη [[μεσολάβηση]] [[πρώτα]] της Γαλατικής και [[μετά]] της Φρυγικής. Αμφίβολη παραμένει, εξάλλου, και η [[αναγωγή]] της λ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>wreik</i>- «[[στρέφω]], [[γυρίζω]], [[περιτυλίσσω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ῥιχνός</i>). Η Λατινική, [[τέλος]], δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>riscus</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A coffer, chest, esp. for plate or money, Antiph.130, Phylarch. 10J., Posidipp.10, Phleg.Fr.36.1 J., PLond.ined.2312.11, PSI 4.428.45, cf. 411 (both iii B.C.), Phot.; travelling-trunk, portmanteau, PCair.Zen.92.1 (iii B.C.). II sarcophagus, IG14.1934f3. III ῥίσκοι· εἶδός τι μυῶν, Hsch. (Phrygian word acc. to Donat. ad Ter. Eun.754.)
German (Pape)
[Seite 845] ὁ, ein Koffer, eine Kiste, riscus; Antiphan. bei Poll. 10, 137; Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίσκος: ὁ, κιβώτιον, θήκη, κίστη, μάλιστα ἀργυρῶν σκευῶν ἢ χρημάτων, Λατ. riscus, Ἀντιφάν. ἐν «Κυβευταῖς» 1, Φύλαρχ. 9· - ἐντεῦθεν ῥισκοφυλάκιον, τό, θησαυροφυλάκιον, ταμεῖον, καὶ -φύλαξ, ὁ, ὁ θυσαυροφύλαξ, ταμίας, Ἀριστέας. ΙΙ. σαρκοφάγος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6270a. 3.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. κιβώτιο, θήκη («ῥίσκος
ὁ τά ἀργυρώματα έχων καὶ τὸ πρόχειρον ἀργύριον», Φώτ.)
2. μπαούλο ταξιδιού, ιματιοθήκη («ῥίσκον χωροῡντα ὅσον στολὰς δέκα», πάπ.)
3. σαρκοφάγος
4. (κατά τον Ησύχ.) «ῥίσκοι
εἶδός τι μυιῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι φρυγικής προέλευσης, ενώ, κατ' άλλους, προήλθε από το αρχ. ιρλδ. rūsk «φλοιός, καλάθι» με τη μεσολάβηση πρώτα της Γαλατικής και μετά της Φρυγικής. Αμφίβολη παραμένει, εξάλλου, και η αναγωγή της λ. στην ΙΕ ρίζα wreik- «στρέφω, γυρίζω, περιτυλίσσω» (πρβλ. ῥιχνός). Η Λατινική, τέλος, δανείστηκε τη λ. από την Ελληνική, πρβλ. λατ. riscus].