σκαλεύω: Difference between revisions
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=fouir, fouiller ; σκ. [[πῦρ]] PLUT tisonner, attiser du charbon <i>ou</i> du feu.<br />'''Étymologie:''' [[σκαλεύς]]. | |btext=fouir, fouiller ; σκ. [[πῦρ]] PLUT tisonner, attiser du charbon <i>ou</i> du feu.<br />'''Étymologie:''' [[σκαλεύς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ανακινώ]] [[κάτι]] χρησιμοποιώντας [[εργαλείο]] ή με τα χέρια μου, [[ξύνω]], [[σκαλίζω]] («σκαλεύειν τὰ ὦτα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[επιδιώκω]] να εξιχνιάσω [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανασκαλεύω]] τη [[φωτιά]] («σκαλεύοντ' ἄνθρακας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για όρνιθες) [[ανασκάπτω]] [[ελαφρώς]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «πῡρ [[μαχαίρα]] μὴ σκαλεύειν» — μην ερεθίζεις άνθρωπο που [[είναι]] ήδη οργισμένος, κν. μην ρίχνεις [[λάδι]] στη [[φωτιά]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />β) «αἰγὸς τρόπον μάχαιραν ἐσκάλευσά [μοι]» — έσυρα το όπλο με το οποίο θα θανατωθώ (Κωμ. Αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκαλ</i>- του [[σκάλλω]] <span style="color: red;">+</span> ρηματ. κατάλ. -<i>εύω</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
A = σκάλλω, stir, poke, ἄνθρακας Ar. Pax440; πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σ., i.e. don't provoke an angry m<*>n, Pythag. prov. in Arist.Fr.197, cf. Plu.Num.14, Luc.VH2.28, <*>L. 8.17; σ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς, Arist.Pr.960b35, 961a37: abs., of pou<*>y, scratch, Plu.2.516d: prov., αἰγὸς τρόπον μάχαιραν ἐσκάλευσά <μοι>, i. e. I have unearthed the weapon for my own destruction, Com.Adesp.47 D.
German (Pape)
[Seite 888] = σκάλλω, behacken; ἄνθρακας, scharren, schüren, Ar. Pax 432, vom Schol. ζωπυρεῖν erkl.; πῦρ μαχαίρᾳ, Luc. V. H. 2, 28; vgl. Plut. ed. lib. 17.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλεύω: σκάλλω, ἀνακινῶ, ὑποδαυλίζω, ἄνθρακας Ἀριστοφ. Εἰρ. 440, πρβλ. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 28· πῦρ μαχαίρᾳ μὴ σκ., δηλ. μὴ ἐρέθιζε ἄνθρωπον ὠργισμένον. Πυθαγ. παροιμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 192, πρβλ. Διογ. Λ. 8. 17, Πλουτ. Νουμ. 14· σκ. τὰ ὦτα, τὸ οὖς Ἀριστ. Προβλ. 32. 6 καὶ 13· - ἀπολ., ἐπὶ ὀρνίθων, «σκαλίζω», Πλούτ. 2, 516D. -Καθ’ Ἡσύχ.: «κινεῖ, ἀναστρέφει, ὀρύσσει».
French (Bailly abrégé)
fouir, fouiller ; σκ. πῦρ PLUT tisonner, attiser du charbon ou du feu.
Étymologie: σκαλεύς.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
ανακινώ κάτι χρησιμοποιώντας εργαλείο ή με τα χέρια μου, ξύνω, σκαλίζω («σκαλεύειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. επιδιώκω να εξιχνιάσω κάτι
αρχ.
1. ανασκαλεύω τη φωτιά («σκαλεύοντ' ἄνθρακας», Αριστοφ.)
2. (ιδίως για όρνιθες) ανασκάπτω ελαφρώς
3. παροιμ. φρ. α) «πῡρ μαχαίρα μὴ σκαλεύειν» — μην ερεθίζεις άνθρωπο που είναι ήδη οργισμένος, κν. μην ρίχνεις λάδι στη φωτιά (Αριστοτ.)
β) «αἰγὸς τρόπον μάχαιραν ἐσκάλευσά [μοι]» — έσυρα το όπλο με το οποίο θα θανατωθώ (Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ- του σκάλλω + ρηματ. κατάλ. -εύω].