στασιαστικός: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />séditieux.<br />'''Étymologie:''' [[στασιάζω]]. | |btext=ή, όν :<br />séditieux.<br />'''Étymologie:''' [[στασιάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[στασιαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στασιάζω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στασιαστή, αυτός που προκαλεί στασιασμό (α. «στασιαστική [[συγκέντρωση]]» β. «οὐκ ὄντας πολιτικοὺς ἀλλὰ στασιαστικούς», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στασιαστικῶς</i> Α<br /><b>1.</b> με τρόπο που ταιριάζει σε στασιαστή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στασιαστικῶς ἔχω» — [[ρέπω]] [[προς]] στασιασμό (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «στασιαστικώς χρώμαί τινι» — [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] με [[πνεύμα]] στασιαστή (<b>Αριστοτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A seditious, factious, opp. πολιτικός, Pl.Plt.303c; λόγοι Aeschin.3.208; πράττειν οὐδὲν σ. Plu.Cor.6. Adv., -κῶς ἔχειν to be factious, πρός τινας D.9.21, 18.61; σ. χρῆσθαι τοῖς ὀστρακισμοῖς in a factious spirit, Arist.Pol.1284b22.
German (Pape)
[Seite 929] aufrührerisch; Ggstz πολιτικός, Plat. Prot. 303 c; στασιαστικῶς ἔχειν, Ggstz von ὁμονοητικῶς ἔχειν, = στασιάζειν, Phaedr. 263 a; vgl. κακῶς ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς, Dem. 18, 61; u. Sp., στασιαστικὰ πράττειν, D. Cass. 57, 4.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς στασιασμόν, ἀντίθετον τῷ πολιτικός, Πλάτ. Πολιτ. 303C· λόγοι Αἰσχίν. 83. 34· πράττειν οὐδὲν στ. Πλουτ. Κοριολ. 6. - Ἐπίρρ., στασιαστικῶς ἔχειν, εἶμαι στασιαστικός, διάκειμαι εὐκόλως εἰς στάσιν, περί τι Πλάτ. Φαῖδρ. 263Α· πρός τινα Δημ. 116. 9., 245. 20· στ. χρῆσθαι τοῖ ὀστρακισμοῖς, μὲ πνεῦμα στασιαστικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 23.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
séditieux.
Étymologie: στασιάζω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στασιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στασιάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στασιαστή, αυτός που προκαλεί στασιασμό (α. «στασιαστική συγκέντρωση» β. «οὐκ ὄντας πολιτικοὺς ἀλλὰ στασιαστικούς», Πλάτ.
γ. «πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν», Πλούτ.).
επίρρ...
στασιαστικῶς Α
1. με τρόπο που ταιριάζει σε στασιαστή
2. φρ. α) «στασιαστικῶς ἔχω» — ρέπω προς στασιασμό (Πλάτ.)
β) «στασιαστικώς χρώμαί τινι» — μεταχειρίζομαι κάτι με πνεύμα στασιαστή (Αριστοτ.).